} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

21.2.20

Η Άννα του Κλήδονα (αλλαγή τέλους) της ιστορίας του Διαμαντή Αξιώτη από την Αναστασία Τσ.

Η Άννα του Κλήδονα, Διαμαντή Αξιώτη, πρωτότυπο κείμενο
 "Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη* και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος
         Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες,* να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ' Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποιος είν' καλορίζικος πρωί θα ξενεφάνει.*
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό* της το μαύρο και σκοτεινό:

Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος*
θεριός θεριακωμένος
         Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο Άγιος, που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Άσε το πόσες φορές έγραψε τ' όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το γράψει -γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαΐρι* και προκοπή. 
          Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε* στο άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ' τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε* για να πάρει μαντική και τελεσματική* δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα* τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν. Μάζεψε κι η Άννα πυρωμένη* στάχτη σ' ένα μεγάλο σινί,* το σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη φορά για το αίσιον* αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με τα άγουρα* στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας μέστωμα,* για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.
        Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης,* ο Αναστάσης ο φιρφιρής* ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Άννας της γουρλομάτας.* Κι έτσι η τσογλανοπαρέα,* μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμά της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη."

                                                                   🔻🔻🔻🔻 
Η συνέχεια (Αναστασία Τσ.)
    «Η τσογλανοπαρέα είχε ολοκληρώσει τη μικρή της φάρσα. Παρ' όλα αυτά, κάποιο απ’ τα αγόρια φαινόταν να αμφιβάλλει. Κοιτούσε νευρικά δεξιά και αριστερά στα υπόλοιπα παιδιά που γελούσαν με τη διαβολική τους πράξη. Πού να το φανταζόμουν ότι ο Γιωργάκης είχε ωριμάσει πιο γρήγορα από εμάς; Κοιτούσε το έδαφος, σκυθρωπός, τόσο αφηρημένος, λες και ήταν στον κόσμο του.
   Όλοι πέσαμε για ύπνο, περήφανοι που στήσαμε τόσο καλό κόλπο. Ο Γιωργάκης δεν κοιμόταν. Το ταβάνι κοιτούσε.
Του άστραψε τότε, έτσι ξαφνικά. Σηκώθηκε πριν καν ξημερώσει και του καρφώθηκε να πάει να πάρει το ψωμί απ’ το σινί, το ριζικό της Άννας της γουρλομάτας. Ένας κρύος ιδρώτας τον είχε κατακλύσει, γιατί σκεφτόταν ότι αν τον έπαιρναν χαμπάρι τα φιλαράκια του, θα έφευγε απ’ τη παρέα, αφού τους χαλούσε την πλάκα. Αλλά ο φόβος του δεν τον σταμάτησε. Εξάλλου, σκεφτόταν ότι και να τον έδιωχναν, ποτέ δεν ήταν σαν αυτούς. Δεν είχαν καν το ίδιο όνειρο. Αντίθετα με τους άλλους, ο Γιωργάκης μας ήθελε να μείνει στο χωριό, να κάνει οικογένεια.
   Παίρνοντας, λοιπόν, το ψωμί με το ένα χέρι -δεν ήξερε τι να το κάνει, πού να το κρύψει- ψιθύρισε στον εαυτό του: «Ή τώρα ή ποτέ!». Όσο περισσότερο περνούσε το χρόνο του να κοιτάει γύρω του για πιθανές κρυψώνες, όλο και περισσότερες σταγόνες ιδρώτα λαμπύριζαν στη μύτη του. Μετά από ώρα ανησυχίας, πήρε μια βαθιά ανάσα και το έφαγε.
   Έτσι, λοιπόν, με ψίχουλα σε όλο του το πρόσωπο, μασουλώντας το ψωμί, περπάτησε με το πιο περήφανο ύφος του νιώθοντας σαν ήρωας. Μες στα χιλιάδες αστέρια της νύχτας και το απόλυτο σκοτάδι, ξεχώριζε μια λευκή μορφή. Η Άννα μας είχε βγει βραδιάτικα να κάνει μια προσευχή, πάλι, στον Θεό να παντρευτεί. Ειλικρινά, τώρα που το σκέφτομαι, η κατάσταση ήταν τόσο -μα τόσο- περίεργη. Ένα αγόρι που περπατά σαν παλικάρι -ή μάλλον σαν κανένα παγώνι- με φουσκωμένα μάγουλα απ’ το ψωμί και λερωμένο σε όλα του τα μούτρα του με ψίχουλα και ένα κορίτσι που το ‘χε κάνει συνήθεια να πάει να προσεύχεται κάτω απ’ τα άστρα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν άκρως ρομαντικό.
   Η Άννα είχε γουρλώσει τα μάτια της ακόμα πιο πολύ απ’ ότι συνήθως -και δεν τη κατηγορώ… Μ’ αυτό που βλέπει... Ο άλλος πάλι, ακίνητος, λες και είχε δει φάντασμα, κατάφερε να αρθρώσει ένα «Γεια» μες στις προσπάθειές του να καταπιεί ολόκληρο το ψωμί. Τελικά απλά κατέληξε να πνίγεται και φυσικά η Άννα ,συμπονετική, πήγε να του χτυπήσει την πλάτη, τρομοκρατημένη.
   Όταν επιτέλους σταμάτησε να βήχει ο καημένος ο Γιωργάκης, τα δυο παιδιά αντάλλαξαν βλέμματα, πρώτη φορά τόσο κοντά. Τότε ήταν που και η Άννα είπε «Γεια!». Στάθηκαν για λίγο έτσι περίεργα  να κοιτάζονται, τόσο αμήχανα, λες και μόλις ανακάλυψαν την ύπαρξη και του άλλου φύλου στον πλανήτη. Ο Γιωργάκης με μάτια τόσο γουρλωμένα, έτοιμα να ξεπηδήσουν απ’ το κεφάλι του, της είπε «Μένω εκεί.» δείχνοντας το σπίτι του. Η Άννα έκανε το ίδιο με τη διαφορά ότι τα δικά της μάτια θα έλεγα με σιγουριά ότι είχαν ήδη βγει απ’ το κεφάλι της.
   Την επόμενη μέρα, ο Γιωργάκης πήρε ένα σκληρό ύφος, δάγκωσε τα χείλη του, χτύπησε την πόρτα της Άννας και ετοιμάστηκε να της δώσει ένα καρβέλι ψωμί, έτσι για δώρο. Αυτό που αντίκρισε, βέβαια, τον σόκαρε λίγο. Η Άννα, ξεμαλλιασμένη απ’ τον ύπνο, άνοιξε με δύναμη την πόρτα και φώναξε «ΤΙ;»!!!. Εκείνος έμεινε, πάγωσε. Ξέχασε όλο του τον προβαρισμένο λόγο,  τον οποίο είχε περάσει όλο το υπόλοιπο βράδυ να ετοιμάζει. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον έτσι εξηγούνται οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του. Εκείνη, όταν κατάλαβε ποιος ήταν, πήρε το ψωμί και μετανιωμένη είπε ένα:
- Ευχαριστώ…
- Παρακαλώ, είπε ο άλλος. Θες να πάμε να πάρουμε ένα  κανονικό πρωινό;
- Εντάξει, είπε εκείνη σοκαρισμένη.
    Πιάστηκαν χέρι χέρι και πήγαν στο φούρνο. Εγώ μετά τους κορόιδευα συνέχεια. Όπως και όλη η τσογλανοπαρέα, φυσικά. Πού να το φανταζόμασταν ότι μετά από καιρό θα παντρεύονταν κιόλας... Ακόμα, πάντως, δεν μετανιώνω για το παρατσούκλι που τους είχα βγάλει. 
Το γουρλωμένο ζευγάρι θα μείνει στην ιστορία.»

                                                                                                    Αναστασία Τσ.  
                                                                                                    μαθήτρια β΄ γυμνασίου