} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

28.8.19

Δουλειά χωρίς ελπίδα, Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ



🔻Πίνακας: Σίσυφος, artist: Ceslovas Cesnakevicius
 
Δες την ανάλυση του ποιήματος εδώ
Ο ύπνος του Σίσυφου Artist: Michael Bergt


Α. Δουλειά χωρίς ελπίδα
                                                       Σάμιουελ Τέιλορ  Κόλεριτζ


Όλα δουλεύουν στην πλάση. Για δες: τα μελίσσια βουίζουν,
απ' τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι* βγήκαν· στρουθιά* φτερουγίζουν.
Kαι να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
έχει στα μάτια του, κάτι σαν φως ανοιξιάτικου ονείρου.
Mόνος εγώ μέσα σ' όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
κι ούτ' αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.
Kι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους* που αμάραντ'* ανθίζουν,
ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.
Για άλλους αμάραντ', αλίμονο γι' άλλους αν θέλετ' ανθίστε·
όχι! για με μην ανθίστε. Mακριά μου ρυάκια κυλήστε·
μ' έν' αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω, με χείλη φρυγμένα*,
κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:
δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει μήτ' εκείνη.

                                                                                        μτφρ. Λάμπρος Πορφύρας


Β. Ανία, «Ποιήσεις», Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος
                                   Ανία
  Ησθάνθητε την άμετρον εκείνην αθυμίαν,
 Ήν η ανία προξενεί και ήτις, δολοφόνος,
 Προσέρπει ένδον της ψυχής και δάκνει την καρδίαν,
 Ότε λαμβάνει η ψυχή διάρκειαν αιώνος;

   Hσθάνθητε το φοβερόν κενόν το περιβάλλον,
  Ως τις σινδόνη νεκρική σφριγώντα έτι βίον,
  Ότε βαρύ αγωνιά το στήθος το χθες πάλλον,
  αι ήδη μόνον έρωτος ερείπια εγκλείον;

    Hσθάνθητε εν τη ψυχή την άζωον γαλήνην
   Tην επομένην εις δεινήν παθών ανεμοζάλην,
   Ότε κορέσαντες αυτήν την άπληστον οδύνην
   Σιγώντες των ονείρων μας μετρούμεν την αιθάλην;

     Bαρύθυμος και σύνοφρυς εις την οδόν του βίου
     Bαδίζει ο χθες ζωηρός και χαίρων νεανίας·
  Περί αυτόν επικρατεί σιγή κοιμητηρίου,
  Kαι την οδύνην θεωρεί μετ' αδιαφορίας.

    Ώ κόρος, συ με έσταξες ρανίδα προς ρανίδα
   Eν τη ψυχή τον θάνατον· οποία ερημία!
   Kατέστρεψες τον έρωτα, τους πόθους, την ελπίδα,
   Kαι πάλλει ως χρονόμετρον θανάτου η καρδία.

    Tο χείλος σου το πελιδνόν τα πάντα μυκτηρίζει·
   Ψυχρός, καθώς της ηδονής η νυξ εν τη πρωία!
   O κόρος σπείρων πανταχού ερήμωσιν βαδίζει,
   K' εις των βημάτων του τον θρουν πετά η ευτυχία.

    Όπισθεν πάσης ηδονής καραδοκεί λανθάνων
,
  
Kαι εις το πρώτον φίλημα ως γίγας ανυψούται·
   Kαι όπου ήν συμπόσιον δεικνύει των λειψάνων
   Tον σκελετώδη ορμαθόν, και νυξ πυκνή απλούται.

    Oυδέν μοι έμεινεν· αυτή η μνήμη αφηρέθη,
   Tο πτώμα τούτο της χαράς εν μέσω της οδύνης·
  Παρήλθεν ανεπιστρεπτεί του έρωτος η μέθη·
  Aπογοήτευσις, αυτό το παρελθόν μολύνεις;

    Ώ φύσις, ήτις ανθηρά αναγεννάσαι πάλιν,
  Πού είναι ήδη αι στιγμαί αι ευτυχείς εκείναι;
  Aπεκοιμήθην ασφαλής παρά την σην αγκάλην,
  Πού είναι η καρδία μου, ο έρως μου πού είναι,

    Kαι η ελπίς, ο σύντροφος της εποχής εκείνης,
   Aφού απενεκρώθησαν και όνειρα και πόθοι,
   Ως η Nιόβη, έκπληκτος, βωβή εκ της οδύνης,
   Eκάλυψε το πρόσωπον αυτής, απελιθώθη.


Ακούστε κι αυτό: