Artist Andrea Kowsh |
Ι
Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ
χαρῶ, μήτε νὰ ζήσω,
μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω.
μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω.
Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ
στὴν ἐπάνω,
μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω...
μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω...
Κι ὅμως κἂν αὐτὴ ἡ
λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμα
νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα.
νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα.
Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη, τὴν ἀπέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει.
μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει.
Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμα,
θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα...
θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα...
ΙΙ
Μόνος ἦρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοι
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου!
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου!
Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου...
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου...
Μόνος ἦρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω.
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω.
Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
Κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...
Κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...