Μέσα στο άσπιλο θερινό κουστούμι του
Και μ’ ένα – γύρω του – συννεφάκι κολόνιας
Κοιτάζει σ’ ένα καθρεφτάκι τσέπης
Σαν να διαβάζει κάτι σοφό.
Ριζωμένος στο παγκάκι της στάσης
Όταν το λεωφορείο φθάνει,
Το καθρεφτάκι το αφήνει στη θέση του.
Επιβιβάζεται τελευταίος
Και κλείνει πίσω του η πόρτα μ’ έναν θόρυβο
Σαν να πετάς άστρο αναμμένο στο νερό.
Κυκλοφορεί, λοιπόν, ανάμεσά μας.
Αναζητεί μ’ επιμονή το πρόσωπό του.
Αφού η ζωή του δεν διήρκεσε τόσο
Που να λεκιάσει το ρούχο του.
Αφού έδωσε κι έλαβε δώρα,
Σμύρνα, χρυσό και μια ακριβή κολόνια,
Αλλά ποτέ δεν του χαρίστηκε το βλέμμα
Που λάμπει μέσα του ο αβάσταχτος έρωτας.
Ενσαρκωμένος από άδολα δάκρυα
Ακολουθεί το τακτικό μας δρομολόγιο
Από τον βιοπορισμό προς τον πόθο,
Εκείνος με το παράπονο της αγάπης,
Κι εμείς καθρεφτισμένοι στα τζάμια
Του λεωφορείου που μας προσπερνά.
Δήμητρα Χριστοδούλου (ανέκδοτο) 2018