Πετώ, πενθώ, δαγκώνω τα χείλη,
Κι αρχίζω τη δημιουργία του κόσμου
Ως ξεκαρδιστική θεότητα
Με τα κατεστραμμένα μου αισθήματα
Στο ποτάμι που περνά μπρος απ΄ τα πόδια μου
Σπαρταρούν φοβερά καλαμπούρια,
Η γέννηση, η ενηλικίωσή μου,
Το δωδεκάθεο των ερώτων
Και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα
Που έφτυσα μέσα στο νερό.
Σπαρταρούν φοβερά καλαμπούρια,
Η γέννηση, η ενηλικίωσή μου,
Το δωδεκάθεο των ερώτων
Και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα
Που έφτυσα μέσα στο νερό.
Τώρα, με ρόμπα μάλλινη και χάπια,
Κάθομαι και σκαρώνω υποσημείωση
Σε άγραφους, ανεπίληπτους στίχους.
Με προσπερνούν κουτσομπολεύοντας
Η Μούσα και η Καλή Υγεία αγκαζέ.
Να δεις που θα ΄χω ένα εύθυμο τέλος
Ως κάποιος που του τραβούν την καρέκλα του
Και σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο χώμα.
Κάθομαι και σκαρώνω υποσημείωση
Σε άγραφους, ανεπίληπτους στίχους.
Με προσπερνούν κουτσομπολεύοντας
Η Μούσα και η Καλή Υγεία αγκαζέ.
Να δεις που θα ΄χω ένα εύθυμο τέλος
Ως κάποιος που του τραβούν την καρέκλα του
Και σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο χώμα.
(2016. Από τον "Παράκτιο
Οικισμό" υπό έκδοση)