κῦδος, -εος, τό, δόξα, φήμη, ιδίως στον πόλεμο, σε
Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μεμονωμένο πρόσωπο, κῦδος Ἀχαιῶν, η δόξα των
Αχαιών.
Το κύδος είναι η δόξα, που κερδίζεται σε αγώνα.
Αγώνα στο πεδίο της μάχης (πόλεμος) ή αγώνα στο πεδίο του Λόγου
(αγορά-συνέλευση).
Θα με βρείτε ως το κῦδος (=ουδέτερο)
αλλά και ως ο κῦδος (=αρσενικό)
Ως ουδέτερο
("το κύδος") δηλώνω "φήμη, δόξα, τιμή, πολεμική
αρετή".
Ως αρσενικό
("ο κύδος") δηλώνω "μομφή, λοιδορία, συκοφαντία,
όνειδος".
Φαίνεται ότι αυτό
που ορίζει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο λέξεις είναι το
μέτρο. Ο υπερφίαλος, ο πομπώδης, ο απερίσκεπτος, ο αχαλίνωτος στο λόγο ή στα
έργα εκπίπτει από το κύδος στον κύδο.
Άρα, αν
κάποιος σας δείχνει με το δάχτυλο και αναφωνεί: "Κύδος!" ή
πρέπει να φύγετε μακριά, γιατί σας επικρίνει, ή πρέπει να χαμογελάσετε, γιατί
μόλις κερδίσατε έναν φίλο!
Προτού κάνετε
οτιδήποτε, ζητήστε διευκρινίσεις: "Κύδος ως ουδέτερο ή κύδος ως αρσενικό,
αγαπητέ μου;"
* Συγγενείς
οι ομηρικές φράσεις "κυδιάνειρα αγορά" ( κύδος + ανήρ- μάχη) και
"κυδιάνειρα μάχη" (κύδος + ανήρ -μάχη).
* Το κύδος σώζεται σήμερα στη
γλώσσα μόνο ως συνθετικό, σε κύρια ονόματα που έρχονται από την
αρχαιότητα: Θου-κυδ-ίδης, Φερε-κύδ-ης, Κυδ-αθηναίοι.
Κῦδος και κλέος: Μην μας ταυτίζετε!
διαβάζουμε:
Κῦδος και Κλέος, αν και μπορεί να μεταφράζονται ως «δόξα», διαφέρουν
ως προς την πρωτότυπη σημασία τους. Το κῦδος αναφέρεται στην πράξη του
πολεμικού κατορθώματος· είναι παροντική, εφήμερη κατά κάποιον τρόπο δόξα, που
διατηρείται όσο ο νικητής πολεμιστής βρίσκεται στη ζωή. Έτσι ο Αχιλλέας, όταν
με την υποστήριξη της Αθηνάς εξοντώνει τον θείο Έκτορα, θριαμβολογεί: «πήραμε
μεγάλη δόξα» (ἠράμεθα μέγα κῦδος, Χ 393). Αντίθετα, το κλέος αναφέρεται
στον λόγο· είναι τελική κατάσταση, που κερδίζεται κυρίως στο μέλλον ως
ανταμοιβή για ένα προσωπικό κατόρθωμα του ήρωα (ζωντανού ή και νεκρού), ακόμη
και μιας ηρωίδας, και συντηρείται ως υστεροφημία μέσα από το στόμα των άλλων.
Εξάλλου, το κῦδος κερδίζεται αποκλειστικά για τον ήρωα, ενώ το κλέος
εξασφαλίζεται τόσο για τον ίδιο όσο και για τους δικούς του. Με την αριστεία
τους οι πολεμιστές δικαιώνουν τη φήμη και των προγόνων τους και, τηρώντας τις
συμβουλές τους για υπεροχή στη μάχη, επιδιώκουν να κερδίσουν, όπως ο Έκτορας
και ο Τεύκρος, μεγάλη δόξα (μέγα κλέος, Ζ 446) και καλή φήμη (ἐϋκλείη,
Θ 285), τόσο για τους ίδιους όσο και για τον πατέρα τους.
Αἰδώς, στην οποία αντιστοιχεί η νεοελληνική ντροπή, ενώ η πράξη που
απορρέει από την αἰδῶ δηλώνεται με το ρήμα αἰδέομαι «ντρέπομαι,
τιμώ κάποιον, τον σέβομαι». Η αἰδώς έχει αποτρεπτικό κατά βάση
χαρακτήρα. Αναστέλλει ή εμποδίζει την πραγματοποίηση μιας ενέργειας,
επιβάλλοντας συχνά στους ήρωες και στις ηρωίδες το αίσθημα ότι, αν προχωρήσουν
στην εκτέλεσή της, κινδυνεύουν να διαπράξουν κάτι που, ως ανάρμοστο ή απαράδεκτο,
θα προκαλέσει την έντονη αποδοκιμασία των άλλων. Ωστόσο, η λειτουργία της αἰδοῦς
δεν είναι μόνο αποτρεπτική αλλά και έμμεσα προτρεπτική, υποδεικνύοντας την
εκτέλεση μιας εναλλακτικής πράξης που είναι κοινωνικά αποδεκτή.