Τι κάνεις, όταν όλα γύρω σου αλλάζουν και το αλφαβητάρι του νέου κόσμου δεν το έχεις διδαχτεί; Θρηνείς για τα ερείπιά του ή γιορτάζεις το νέο ξεκίνημα;
The Journey of the Magi
‘A cold coming we had of it,Just the worst time of the year
For the journey, and such a long journey:
The ways deep and the weather sharp,
The very dead of winter.’
And the camels galled, sore-footed, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
And running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires going out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty and charging high prices:
A hard time we had of it.At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly. Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine-skins,
But there was no information, and so we continued
And arrived at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you may say) satisfactory
All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we led all that way for
Birth or Death? There was a Birth, certainly,We had evidence and no doubt. I had seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death,
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.
T.S ELIOT
«Έπεσε πάνω στα κρύα ο ερχομός του, μέσα στου χρόνου την πιο άσχημη
εποχή.
Για ένα ταξίδι, και μάλιστα τόσο μακρύ,
ύπουλοι οι δρόμοι και άγριος ο καιρός,
ακριβώς πάνω στην καρδιά του χειμώνα.
Και πληγιασμένες οι καμήλες,
με πόδια πρησμένα να αντιστέκονται,
να ξαπλώνουν πάνω στο λιωμένο χιόνι.
Κάποιες στιγμές το μετανιώναμε,
νοσταλγούσαμε τα θερινά παλάτια μας
απάνω στις πλαγιές, τις κάμαρες μας,
τις λυγερές κοπέλες που μας κέρναγαν σερμπέτια.
Κι έπειτα οι γκρινιάρηδες καμηλιέρηδες να βλαστημούν
και να το σκάνε γυρεύοντας ποτό και θηλυκά,
και τις νύχτες να σβήνουν οι φωτιές
και καταλύματα να μην υπάρχουν,
οι πόλεις αφιλόξενες και τα χωριά εχθρικά
χρεώνοντας πολλά.
Δύσκολος καιρός για μάς.
Τέλος διαλέξαμε νύχτα
να ταξιδεύουμε, να λαγοκοιμόμαστε,
με τις φωνές να φωνάζουν στα αυτιά μας
κράζοντας πως όλα αυτά ήταν μια καθαρή τρέλα.
Έπειτα το ξημέρωμα
σε εύκρατη φτάσαμε κοιλάδα,
υγρή, πέρα από το σύνορο του χιονιού,
μοσχοβολούσε η βλάστηση εκεί,
με γάργαρο ποτάμι κι ένα νερόμυλο
να μαστιγώνει το σκοτάδι
και τρία δέντρα στο χαμηλό ουρανό.
Κι ένα γέρικο άσπρο άλογο
να ξεμακραίνει καλπάζοντας στο βοσκοτόπι.
Κατόπι φτάσαμε σε καπηλειό
πού χε μια δράνα πάνω από τη μπασιά,
έξι χέρια σε ορθάνοιχτη πόρτα
έπαιζαν ασήμι στα ζάρια
και πόδια κλωτσούσαν τα αδειανά από κρασί φλασκιά.
Όμως δεν ήξεραν τίποτε να μας πουν
και συνεχίσαμε αδιάκοπα
και νύχτα φτάσαμε,
ούτε λεπτό νωρίτερα,
το μέρος εκείνο βρήκαμε.
Ήτανε για μας μια γερή ανταμοιβή.
Πάει πολύς καιρός που έγιναν όλα αυτά,
θυμάμαι καλά, όμως θα το ξανάκανα.
Ετούτο όμως να γράψεις καλά. Ετούτο γράψε.
Το δρόμο αυτό τον πήραμε για Γέννηση ή για Θάνατο;
Σίγουρα μια Γέννηση υπήρξε,
είχαμε πολλές μαρτυρίες και αμφιβολία καμιά.
Είχα αντικρίσει γέννηση και θάνατο,
όμως θαρρούσα πως δεν έμοιαζαν καθόλου.
Ήταν η Γέννηση αυτή σκληρή αγωνία
και πικρή για μας, εκείνα τα Βασίλεια.
Όμως κι εκεί, στον αρχαίο νόμο μέσα,
δε βρήκαμε αναπαμό,
μ’ ένα λαό πού γινε ξένος
καθώς γαντζώνονταν πάνω στους θεούς του.
Θα έπρεπε να χαιρόμουνα με έναν άλλο θάνατο».
Για ένα ταξίδι, και μάλιστα τόσο μακρύ,
ύπουλοι οι δρόμοι και άγριος ο καιρός,
ακριβώς πάνω στην καρδιά του χειμώνα.
Και πληγιασμένες οι καμήλες,
με πόδια πρησμένα να αντιστέκονται,
να ξαπλώνουν πάνω στο λιωμένο χιόνι.
Κάποιες στιγμές το μετανιώναμε,
νοσταλγούσαμε τα θερινά παλάτια μας
απάνω στις πλαγιές, τις κάμαρες μας,
τις λυγερές κοπέλες που μας κέρναγαν σερμπέτια.
Κι έπειτα οι γκρινιάρηδες καμηλιέρηδες να βλαστημούν
και να το σκάνε γυρεύοντας ποτό και θηλυκά,
και τις νύχτες να σβήνουν οι φωτιές
και καταλύματα να μην υπάρχουν,
οι πόλεις αφιλόξενες και τα χωριά εχθρικά
χρεώνοντας πολλά.
Δύσκολος καιρός για μάς.
Τέλος διαλέξαμε νύχτα
να ταξιδεύουμε, να λαγοκοιμόμαστε,
με τις φωνές να φωνάζουν στα αυτιά μας
κράζοντας πως όλα αυτά ήταν μια καθαρή τρέλα.
Έπειτα το ξημέρωμα
σε εύκρατη φτάσαμε κοιλάδα,
υγρή, πέρα από το σύνορο του χιονιού,
μοσχοβολούσε η βλάστηση εκεί,
με γάργαρο ποτάμι κι ένα νερόμυλο
να μαστιγώνει το σκοτάδι
και τρία δέντρα στο χαμηλό ουρανό.
Κι ένα γέρικο άσπρο άλογο
να ξεμακραίνει καλπάζοντας στο βοσκοτόπι.
Κατόπι φτάσαμε σε καπηλειό
πού χε μια δράνα πάνω από τη μπασιά,
έξι χέρια σε ορθάνοιχτη πόρτα
έπαιζαν ασήμι στα ζάρια
και πόδια κλωτσούσαν τα αδειανά από κρασί φλασκιά.
Όμως δεν ήξεραν τίποτε να μας πουν
και συνεχίσαμε αδιάκοπα
και νύχτα φτάσαμε,
ούτε λεπτό νωρίτερα,
το μέρος εκείνο βρήκαμε.
Ήτανε για μας μια γερή ανταμοιβή.
Πάει πολύς καιρός που έγιναν όλα αυτά,
θυμάμαι καλά, όμως θα το ξανάκανα.
Ετούτο όμως να γράψεις καλά. Ετούτο γράψε.
Το δρόμο αυτό τον πήραμε για Γέννηση ή για Θάνατο;
Σίγουρα μια Γέννηση υπήρξε,
είχαμε πολλές μαρτυρίες και αμφιβολία καμιά.
Είχα αντικρίσει γέννηση και θάνατο,
όμως θαρρούσα πως δεν έμοιαζαν καθόλου.
Ήταν η Γέννηση αυτή σκληρή αγωνία
και πικρή για μας, εκείνα τα Βασίλεια.
Όμως κι εκεί, στον αρχαίο νόμο μέσα,
δε βρήκαμε αναπαμό,
μ’ ένα λαό πού γινε ξένος
καθώς γαντζώνονταν πάνω στους θεούς του.
Θα έπρεπε να χαιρόμουνα με έναν άλλο θάνατο».
Απόδοση στα ελληνικά: Θανάσης Δρίτσας