Ορρωδώ |
Η αρχική σημασία ήταν πιθ. «τα κάνω επάνω μου από φόβο» (αρχαία λέξη ὀρρωδῶ < ὄρρος «γλουτοί, οπίσθια»).
Σήμερα χρησιμοποιείται μόνο στην παγιωμένη φράση «δεν ορρωδώ προ ουδενός» που χρησιμοποιείται κυρίως με αρνητική χροιά= δεν πτοούμαι,δεν υποχωρώ από φόβο, δεν τρομάζω.
π.χ. «Είναι αδίστακτος. Προκειμένου να αναλάβει αξιώματα, θέσεις και τίτλους δεν ορρωδεί προ ουδενός»
π.χ. «Είναι αδίστακτος. Προκειμένου να αναλάβει αξιώματα, θέσεις και τίτλους δεν ορρωδεί προ ουδενός»