} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

6.5.16

Ένα πλαστικό ελάφι έξω απ΄τη Βουλή

 

Jeff Koons -Έκθεση στις Βερσαλλίες  

Φορούσε ένα  κόκκινο παντελόνι μακρύ σαν ποτάμι, ένα καπέλο από χρυσό χαρτί γλασέ, το πρόσωπο βαμμένο με σκόνη πάνω απ΄ τη σκόνη του δρόμου. Καταμεσής της γιορτής και της Ερμού.

Γύρω στα 60 ήτανε, ίσως και παραπάνω. Τι μπορεί να κινήσει έναν  εξηντάχρονο να φτιάχνει ένα μπαλόνι σε σχήμα ελαφιού ακροβατώντας πάνω σε ξυλοπόδαρα τρία μέτρα πάνω από  ένα μουτρωμένο παιδί;

Η μάνα με το ένα χέρι έγερνε τον πιτσιρίκο προς το μέρος της, σαν να περνούσε τρένο και μόλις πρόσεξε ότι στέκεται πάνω στις ράγες● με το άλλο   ψαχούλευε στην τσάντα  το πορτοφόλι, με την αφή να διακρίνει τα ψιλά – δεν βγάζουνε το πορτοφόλι σε κοινή θέα στην Ερμού –  (να δώσω ένα ευρώ; Μπα, πολλά είναι. Αυτός με την τρέλα του θα

βγάζει τουλάχιστον 50 ευρώ την ημέρα. Με 50 ευρώ εγώ γεμίζω το ψυγείο για ένα μήνα. Τι λέω; Ούτε καν… Ποιος μου δίνει εμένα 1 ευρώ για 2 λεπτών παράσταση; Και τη Ρίτα  Χέιγουορθ  να κάνω και να μείνω μόνο με  ένα γάντι, μπροστά απ΄ του  Ζάρα,  1 ευρώ δεν βγάζω. Κι έπειτα, και 20 λεπτά να ρίξω πώς θα το καταλάβει; Ίδιο ήχο δεν κάνουν 2 δεκάλεπτα ή 2 πενηντάλεπτα  στο τσίγκινο κουτάκι; Και να το καταλάβει, τι με νοιάζει; Μήπως θα τον ξαναδώ; Του χρόνου πάλι στην Ερμού, να  ‘μαστε καλά… Και έπειτα, όσα θέλεις δίνεις. Και όσα μπορείς. Άλλοι προσπερνούν και  όχι μόνο δεν του παραγγέλνουν μπαλόνι, αλλά ούτε που τον προσέχουν. Δεν έχουν βέβαια παιδιά. Ωραία είναι η Ερμού, αν δεν έχεις παιδιά…

Νά ΄μουν τώρα με τα κορίτσια να πίνουμε καφέ, με ένα σκουλαρίκι στη μύτη, το μάλλινο σμαραγδί σκούφο, που ντρέπομαι πια να φορέσω, και να διακόπτουν τις κουβέντες μας μηνύματα στο κινητό. «Τι σου γράφει ρε; Τι θα του απαντήσεις; Όχι, αμέσως, βρε χαζή!!! Μην δείχνεις κρεμασμένη πάνω απ΄ το κινητό!» Και τέτοια.

Πόσο λαχτάρησα έναν ρημαδοκαφέ με τις φίλες μου στον Πεζόδρομο της Ερμού. Αλλά, εδώ δεν προλαβαίνω να πάω στο Cataluna, στο Περιστέρι, που είναι κάτω απ΄ το σπίτι μου. Μια βόλτα στην Ερμού. Μόνη μου καλύτερα. Κι ας μην αγοράσω τίποτα. Ούτε ένα σακουλάκι κάστανα, που λέει ο λόγος. Τι; 3 ευρώ 10 κάστανα;;;; Πόσο  βγαίνει δηλαδή το 1 κάστανο; Άντε πάλι αυτή η μέθοδος των τριών, που ορκιζόμουν ότι δεν θα μου χρειαστεί και ποτέ δεν την έμαθα. Τέλος πάντων, 3 ευρώ απ΄  ό,τι  θυμάμαι είναι  1022.25 δραχμές!!!!! Με 1000 δραχμές, όταν ήμουν φοιτήτρια είχα αγοράσει απ΄ την  Ερμού, από το Acrobat, συγκεκριμένα,  το θανατηφόρο μαύρο φόρεμα με τον μωβ σκίουρο στο μπούστο,  που άφησε 3 νεκρούς και  12 σοβαρά τραυματισμένους στην Ασκληπιού μέχρι να στρίψω Ιπποκράτους. Εκείνο το φόρεμα  δεν χάριζε κάστανα.

Να δώσω 1 ευρώ στον σιτεμένο κλόουν; Βέβαια,  αξιολύπητος μού φαίνεται. Γέρος άνθρωπος σκαρφαλωμένος σε 2 μέτρων δεκανίκια και να χαμογελάει γλυκά λες και λέει παραμύθια στον εγγονό του… Και μού΄ ρχεται να γελάσω, -ήμαρτον Κύριε, άγιες μέρες!- αλλά  μήπως κάποιος τον αναγκάζει να το κάνει αυτό, κάποιος κρυμμένος πίσω από καμιά κολόνα ή πίσω τον κάδο απορριμμάτων απέναντι και όταν τελειώνει η βάρδιά του, μετράει τη χαρτωσιά, και αν είναι λίγα τον αφήνει νηστικό, κι αν είναι πολλά του αυξάνει το ωράριο. Ο εγγονός του μήπως; Γιατί όχι; Όλα έχουν έρθει τούμπα στην εποχή μας. Γιατί να μην έχουν αντιστραφεί οι όροι της επαιτείας;

Ντροπή! Δεν είναι επαιτεία αυτό. Είναι μια  τέχνη. Βέβαια, όταν ρυθμίζεις εσύ την αμοιβή, χάνει το κύρος της. Αν αξίζει όσο νομίζεις, νομίζεις ότι δεν αξίζει. Αλλά και πάλι είναι μια τέχνη. Ή έστω μια δουλειά. Και μπράβο του που έχει σήμερα δουλειά. Τόσος κόσμος πεινάει… Ααααμάν!!! Μόνο δίευρο έχω στο πορτοφόλι. Τι; Θα δώσω 2 ευρώ για ένα @*+≠€νο  πράσινο ελάφι; Με 2 ευρώ έπαιρνα 4,5 κάστανα!

Και που θα το πάρει το παλιόπαιδο , μήπως θα παίξει να το χαρεί; Έτσι κάνει πάντα. «Το θέλω», «το θέλω», σκιζόμαστε να του το πάρουμε, βάζουμε ρεφενέ γονείς, νονοί και παππούδες και το παρατάει την ίδια μέρα. Κι αν δεν το έχει δείξει η τηλεόραση το δώρο του, ούτε που να το φτύσει. Κι αν δεν το έχουν οι φίλοι του, δεν το θέλει. Κι αν το πάρουν οι φίλοι του, δεν το θέλει πια… Αχάριστα είναι τα σημερινά παιδιά. Και καλομαθημένα. Και στερημένα. Ναι, Στερημένα. Πρέπει να του βάλω όρια. Αλλά του έχει βάλει τόσα η ζωή, που δεν βρίσκω κενό χώρο, να βάλω τα δικά μου. Αυτό που με τρομάζει πάνω απ΄ όλα είναι που δεν παίρνει χαρά. Δεν το έχω διδάξει καθόλου το παιδί μου να παίρνει χαρά. Δεν ξέρω πώς.  Και τώρα κοίτα μούτρα! Ούτε καν χαμογελάει!!! Ήμαρτον, Παναγία μου, άγιες μέρες, αλλά μού ΄ρχεται να του αστράψω ένα χαστούκι να δει μετά πώς είναι η χαρά. Χαρά είναι όταν η μαμά δεν θέλει να σου αστράψει ένα χαστούκι.

    Αχ, μωρέ! Τι φταίει κι αυτό, το καημένο; Δεν θα ήθελα να ζω στην εποχή του. Θα δώσω το δίευρο, τελικά. Το ελαφάκι μού θυμίζει το σκυλάκι του Τζεφ Κουνς. Το έχω δει από κοντά στις Βερσαλλίες το 2009, τότε που παίρναμε δώρο Χριστουγέννων…  Άει στην ευχή! Τι ψυχή έχει ένα δίευρο; Θυμήθηκα και εκείνο το απόσπασμα της Πηνελόπης Δέλτα με τον Μπενάκη και τα στρείδια. Εμένα η μόρφωση θα με φάει. Αυτή θα με τελειώσει. Όχι το σύστημα. Πας να γίνεις κυνικός και θες , δε θες, γίνεσαι κανονικός. Αυτό το απόσπασμα  που τα πλήρωσε ακριβά ο Μπενάκης τα στρείδια σε ένα μεροκαματιάρη. Και τον μάλωσε η γυναίκα του και του είπε :

«Τον πλήρωσες;»

«Ναι».

«Πόσες δωδεκάδες;»

«Τόσες».

«Και πόσα τα πλήρωσες;»

«Έξι γροσάκια τη δωδεκάδα».

«Καημένε Μανόλη! Τέσσερα είναι η τιμή τους».

«Είναι μεγάλα και πολύ φρέσκα».

«Άσχημα έκανες! Πολύ άσχημα! Έτσι τον κακομαθαίνεις, και θα γυρεύει στο μέλλον πάντα έξι γρόσια!»

Και ο Μπενάκης τής αντιγύρισε:

«Ωχ, καημένη γυναίκα! Πώς θα ζήσει και αυτός, αν δεν πληρώσεις τον κόπο του και τον καιρό του;»

Βέβαια, ο Μπενάκης ήταν βιομήχανος. Αλλά δεν βαριέσαι. Όταν είσαι γενναιόδωρος, η ζωή στο επιστρέφει. Κι  αν  συναντήσω ποτέ αυτόν που εισηγήθηκε αυτά τα γνωμικά,  θα… του αστράψω ένα χαστούκι.)

‘Ετοιμο το ελάφι. Λείο και γυαλιστερό σαν κάψουλα αντιπυρετικού. Δεν έτεινε το χέρι ο μικρός να το πάρει κι ας έσκυβε επικίνδυνα ο κλόουν προς το μέρος του. Μωρέ, μπράβο ευλυγισία! Καμπύλωνε σαν λουλουδάκι στον άνεμο, ή μάλλον σαν παρένθεση. Η μάνα τέντωσε το χέρι και άρπαξε το λαστιχένιο γλυπτό, λες και θα έληγε η προθεσμία  και θα  το έπαιρνε πίσω ο καλλιτέχνης, να το ξαναπουλήσει. Κι έπειτα φύγανε με γρήγορο βήμα, η μάνα με το ελάφι στο ένα χέρι, με το άλλο να σέρνει το παιδί σαν το καρότσι στη λαϊκή, κοιτώντας μόνο μπροστά, ούτε δεξιά στα κάστανα, ούτε αριστερά στις βιτρίνες, με την ελπίδα ότι θα αντιγράψει τις κινήσεις της ο γιος της, όπως αντέγραψε τέλεια τους μορφασμούς, το φτάρνισμα και  το γέλιο της.

Να! Μόλις έστριψαν στην Βουλής. Αν τρέξεις, θα προλάβεις να τους δεις. 

 Αν σου βαστάει.

 

 Βάνα Δουληγέρη

 

Πηγή