«Ο πατέρας
μου έλεγε πάντα:
"νωρίς
στο κρεβάτι και νωρίς στο πόδι,
ο άντρας
γίνεται υγιής,
πλούσιος και
σοφός".
Τα φώτα στο σπίτι μας
έσβηναν στις
οχτώ
σηκωνόμασταν
χαράματα
απ’ τη μυρωδιά του καφέ,
του
τηγανητού μπέικον
και των
χτυπητών αυγών.
Σʼ όλη του
τη ζωή, ο πατέρας μου
έμεινε πιστός στο πρόγραμμα αυτό.
Πέθανε νέος,
απένταρος,
κι όχι
ιδιαίτερα σοφός, νομίζω.
Μετά απ’
αυτή τη διαπίστωση,
απέρριψα τις
συμβουλές του
κι έτσι αργά
έπεφτα στο κρεβάτι
κι αργά ξυπνούσα: το μεσημέρι.
Δεν
ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα τον κόσμο
αλλ’ απέφυγα τουλάχιστον
τα πρωινά
μποτιλιαρίσματα,
γλίτωσα από
κάμποσες παγίδες
γνώρισα
παράξενους, υπέροχους ανθρώπους.
Ένας απʼ
τους οποίους ήταν ο εαυτός μου
-κάποιος που
ο πατέρας μου
δε γνώρισε ποτέ».
Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου