} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

15.4.16

Η Κινστέρνα- Η Βασιλική υπόγεια δεξαμενή της Κωνσταντιούπολης

     Η Βασιλική Κινστέρνα, η μεγάλη υπόγεια δεξαμενή που βρίσκεται απέναντι από την Αγία Σοφία. Χτίστηκε με εντολή του Ιουστινιανού το 532, με σκοπό να υδροδοτείται η πόλη σε περίπτωση πολιορκίας και μέχρι έναν αιώνα μετά την Άλωση ακόμη και οι Οθωμανοί αγνοούσαν την ύπαρξή της! Σήμερα, ο ανυποψίαστος αρχικά επισκέπτης μπορεί να απολαύσει υπό τους ήχους κλασικής μουσικής και τρεχούμενων νερών μια πρωτότυπη βόλτα ανάμεσα σε 336 κίονες ύψους 8 μ., στους οποίους στηρίζεται η οροφή της. Εκεί κάπου, παραδομένος σε μυστηριακούς ήχους και εικόνες, κάποια στιγμή θα σαστίσει. Το κεφάλι Μέδουσας που στηρίζει τον κίονα στην αριστερή γωνία ξέρει
καλά να κερδίζει προσοχή και θαυμασμό όσα χρόνια κι αν περάσουν.. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της βυζαντινής μηχανικής με χωρητικότητα μεγαλύτερη από 80.000 κυβικά μέτρα νερού!                                                            Εστίασε στο 7.15΄

     Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, φαίνεται πως χάθηκε η γνώση για την κινστέρνα, η οποία όμως ανακαλύφθηκε αργότερα από τον Pierre Gilles ( 1490 – 1555) κατά την περιήγησή του στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του 16ου αιώνα . O Gilles περιγράφει πως οι κάτοικοι δεν είχαν γνώση της ύπαρξης της δεξαμενής, παρά το γεγονός πως αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των σπιτιών τους. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το νερό της Βασιλικής Κινστέρνας χρησιμοποιούνταν για την άρδευση των κήπων στο Παλάτι του Τοπ Καπί (Topkapi Sarayi). Από τον 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκαν έργα αναστήλωσης για τη διατήρηση της κινστέρνας, η οποία μετά από ανακαίνιση, που ξεκίνησε το 1985, είναι από το 1987 ανοιχτή στο ευρύ κοινό και συνιστά ένα από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους. Στο χώρο της με την εξαιρετική ακουστική δίνονται μουσικά κοντσέρτα.
 Ειδικότερα: 
Η Βασιλική Κινστέρνα, γνωστή σήμερα και ως Yerebatan Saray («υπόγειο ανάκτορο»), είναι η μεγαλύτερη σωζόμενη υπόγεια δεξαμενή νερού στην Κωνσταντινούπολη. Η κινστέρνα βρίσκεται στον Πρώτο Λόφο, νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας, στη σημερινή περιοχή Sultanahmet (Εικ. 9). Η συγκεκριμένη δεξαμενή, διαστάσεων περίπου 141 × 66,5 μ. στην κάτοψη, καλύπτεται από σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους, τα οποία εδράζονται σε 336 κίονες, ορισμένοι ύψους 8 μ., και έχει χωρητικότητα 78.000 κυβικά μέτρα.1 Το νερό διοχετευόταν στην κινστέρνα μέσω αγωγών μήκους 20 χλμ. από την υδαταποθήκη στο δάσος του Βελιγραδίου, κοντά στη Μαύρη θάλασσα.


Χτισμένη αρχικά κάτω από τη Βασιλική Στοά, που δε σώζεται πλέον, ανοικοδομήθηκε επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565) μετά τη Στάση του Νίκα, το 532, οπότε και πήρε τη σημερινή μορφή της.2 Η κινστέρνα χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες σε νερό του Μεγάλου Παλατιού, των γύρω οικοδομημάτων και ανακτόρων, αλλά και των κατοίκων της πόλης, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Προκόπιος, επίσημος ιστορικός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, αναφέρει ότι ένας αγωγός έφερνε φρέσκο νερό στην κινστέρνα, αλλά επίσης ότι εκεί αποθήκευαν για το καλοκαίρι την περίσσεια νερού κατά τις άλλες εποχές («ἀποβαλλομένοις τῇ περιουσίᾳ κατὰ τὰς ἄλλας ὥρας τοῖς ὕδασιν»).3 Αυτό το τελευταίο δίνει σαφή εικόνα της πραγματικής ποιότητας του νερού αυτού, που προοριζόταν για πόση και χρήση σε λουτρά.

1. Ιστορία και ανακάλυψη
Η Βασιλική Κινστέρνα, γνωστή σήμερα και ως Yerebatan Saray («υπόγειο ανάκτορο»), είναι η μεγαλύτερη σωζόμενη υπόγεια δεξαμενή νερού στην Κωνσταντινούπολη. Η κινστέρνα βρίσκεται στον Πρώτο Λόφο, νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας, στη σημερινή περιοχή Sultanahmet. Η συγκεκριμένη δεξαμενή, διαστάσεων περίπου 141 × 66,5 μ. στην κάτοψη, καλύπτεται από σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους, τα οποία εδράζονται σε 336 κίονες, ορισμένοι ύψους 8 μ., και έχει χωρητικότητα 78.000 κυβικά μέτρα.1 Το νερό διοχετευόταν στην κινστέρνα μέσω αγωγών μήκους 20 χλμ. από την υδαταποθήκη στο δάσος του Βελιγραδίου, κοντά στη Μαύρη θάλασσα.
Χτισμένη αρχικά κάτω από τη Βασιλική Στοά, που δε σώζεται πλέον, ανοικοδομήθηκε επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565) μετά τη Στάση του Νίκα, το 532, οπότε και πήρε τη σημερινή μορφή της.2 Η κινστέρνα χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες σε νερό του Μεγάλου Παλατιού, των γύρω οικοδομημάτων και ανακτόρων, αλλά και των κατοίκων της πόλης, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Προκόπιος, επίσημος ιστορικός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, αναφέρει ότι ένας αγωγός έφερνε φρέσκο νερό στην κινστέρνα, αλλά επίσης ότι εκεί αποθήκευαν για το καλοκαίρι την περίσσεια νερού κατά τις άλλες εποχές («ἀποβαλλομένοις τῇ περιουσίᾳ κατὰ τὰς ἄλλας ὥρας τοῖς ὕδασιν»).3 Αυτό το τελευταίο δίνει σαφή εικόνα της πραγματικής ποιότητας του νερού αυτού, που προοριζόταν για πόση και χρήση σε λουτρά.






Η Βασιλική Κινστέρνα κλείστηκε και, κατά τα φαινόμενα, είχε ξεχαστεί στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο·4 ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1545 από το Γάλλο ανθρωπιστή και αρχαιοδίφη Pierre Gilles, γνωστό επίσης ως Petrus Gyllius.5 Ο Gilles, που έφθασε στην πόλη για να συγκεντρώσει λογοτεχνικές πηγές και να ερευνήσει υλικά κατάλοιπα από τις αρχαιότητες της Κωνσταντινούπολης, έμαθε από τους ντόπιους ότι αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια με θαυματουργικό τρόπο, ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των οικιών τους.6 Οι ιστορίες οδήγησαν τον Gilles να ερευνήσει τη γειτονιά, έως ότου απέκτησε πρόσβαση σε ένα σπίτι· στο υπόγειο του σπιτιού ανακάλυψε μια ξεχασμένη δεξαμενή και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για την αυτοκρατορική Βασιλική Κινστέρνα. Εκείνη την εποχή η κινστέρνα ανεφοδιαζόταν ακόμη από έναν αρχαίο αγωγό που συνέλεγε νερό από το δάσος του Βελιγραδίου και τα τοπικά πηγάδια κατά τους χειμερινούς μήνες.7 Η κινστέρνα, που αργότερα προμήθευε με νερό το Topkapi Saray, είναι η μοναδική αρχαία δεξαμενή που παρέμεινε σε χρήση μέχρι πρόσφατα.8 Οι αναστηλώσεις, από το 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρησή της. Η κινστέρνα ανακαινίστηκε το 1985, προστέθηκαν ξύλινοι διάδρομοι, ενώ από το 1987 είναι ανοιχτή στο ευρύ κοινό. Σήμερα, η Βασιλική Κινστέρνα είναι ένας από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους στην πόλη.

Η Βασιλική Κινστέρνα κλείστηκε και, κατά τα φαινόμενα, είχε ξεχαστεί στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο·4 ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1545 από το Γάλλο ανθρωπιστή και αρχαιοδίφη Pierre Gilles, γνωστό επίσης ως Petrus Gyllius.5 Ο Gilles, που έφθασε στην πόλη για να συγκεντρώσει λογοτεχνικές πηγές και να ερευνήσει υλικά κατάλοιπα από τις αρχαιότητες της Κωνσταντινούπολης, έμαθε από τους ντόπιους ότι αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια με θαυματουργικό τρόπο, ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των οικιών τους.6 Οι ιστορίες οδήγησαν τον Gilles να ερευνήσει τη γειτονιά, έως ότου απέκτησε πρόσβαση σε ένα σπίτι· στο υπόγειο του σπιτιού ανακάλυψε μια ξεχασμένη δεξαμενή και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για την αυτοκρατορική Βασιλική Κινστέρνα. Εκείνη την εποχή η κινστέρνα ανεφοδιαζόταν ακόμη από έναν αρχαίο αγωγό που συνέλεγε νερό από το δάσος του Βελιγραδίου και τα τοπικά πηγάδια κατά τους χειμερινούς μήνες.7 Η κινστέρνα, που αργότερα προμήθευε με νερό το Topkapi Saray, είναι η μοναδική αρχαία δεξαμενή που παρέμεινε σε χρήση μέχρι πρόσφατα.8 Οι αναστηλώσεις, από το 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρησή της. Η κινστέρνα ανακαινίστηκε το 1985, προστέθηκαν ξύλινοι διάδρομοι, ενώ από το 1987 είναι ανοιχτή στο ευρύ κοινό. Σήμερα, η Βασιλική Κινστέρνα είναι ένας από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους στην πόλη.
1. Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 15-18· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 283-285· Forchheimer, P. – Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 54-55.
2. Προκόπιος, Περί κτισμάτων I. xi. 10-15, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4: De aedificiis libri VI (Leipzig 1964).
3. Προκόπιος, Περί κτισμάτων I. xi. 10-15, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4: De aedificiis libri VI (Leipzig 1964).
4. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 283-285.
5. Pierre Gilles, The Antiquities of Constantinople2, μτφρ. J. Ball (New York 1988).
6. Pierre Gilles, The Antiquities of Constantinople2, μτφρ. J. Ball (New York 1988), σελ. 111-112.

2. Αρχιτεκτονική και διακόσμηση
Η συμμετρία, το μεγαλείο του σχεδιασμού και η πολύπλοκη υδρομηχανική της Βασιλικής Κινστέρνας είναι μοναδικά. Οι 336 εντυπωσιακοί κίονες είναι διατεταγμένοι σε 28 σειρές ανά 12,9 σε απόσταση 4 μέτρων μεταξύ τους (από κεντρικό σε κεντρικό σημείο) και φανερώνουν την κατάκτηση της αρχιτεκτονικής που βασίζεται στον πολλαπλασιασμό μιας βασικής μονάδας (Εικ. 1). Η θολοδομία είναι επίσης υποδειγματική. Τα σταυροθόλια έχουν κατασκευαστεί όχι από ρωμαϊκό ασβεστοκονίαμα αλλά από μονές σειρές οπτοπλίνθων, στοιχισμένων εγκάρσια στον άξονα του θόλου και μπηγμένων μέσα σε πολύ παχύ κονίαμα (Εικ. 2). Αυτό το είδος της εκπληκτικά ελαφριάς θολοδομίας αργότερα εξελίχθηκε και χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα δημόσια κτήρια και εκκλησίες, όπως στους τρούλους και τα ημιθόλια της Αγίας Σοφίας και τους πτυχωτούς τρούλους του ναού των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.10 Είναι επομένως φανερό ότι η χρήση του τετράγωνου χώρου ως βασικής μονάδας και η θολοδομία με οπτοπλίνθους στη Βασιλική Κινστέρνα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παγίωση ενός κανόνα για τα αυτοκρατορικά καθιδρύματα της Ύστερης Αρχαιότητας και του πρώιμου Βυζαντίου στην Κωνσταντινούπολη.
Ως υπόγεια, χρηστική κατασκευή, που βρισκόταν κάτω από ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο, τη Βασιλική Στοά, η ίδια η Βασιλική Κινστέρνα δεν ήταν προορισμένη να φαίνεται. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η μεγαλύτερη βυζαντινή δεξαμενή ύδατος είναι φτιαγμένη από spolia – κίονες, κιονόκρανα και δόμους από ερείπια παλαιότερων κτηρίων. Ωστόσο, ορισμένα τμήματα της Βασιλικής Κινστέρνας είναι αξιοσημείωτα για το γλυπτό τους διάκοσμο, που εξάπτει τη φαντασία του θεατή και θέτει πλήθος ερωτημάτων, όχι μόνο για τις διακοσμητικές τέχνες στην πόλη πριν από τον 6ο αιώνα, αλλά και για τις επιλογές των κατασκευαστών, όταν οικοδομούσαν αυτή την πελώρια αυτοκρατορική κινστέρνα. Στη βορειοανατολική γωνία της Βασιλικής Κινστέρνας, δύο από τους κίονες που υψώνονται πάνω σε βάσεις της Κλασικής περιόδου υποβαστάζονται από συμπαγείς ογκόλιθους· σε αυτούς είναι σκαλισμένα δύο κολοσσιαία γοργόνεια, το ένα εκ των οποίων έχει τοποθετηθεί ανάποδα και το άλλο στο πλάι, κατά πάσα πιθανότητα σκόπιμα (Εικ. 3, 4 και 5).11 Στο κέντρο της κινστέρνας προβάλλει ένας κίονας διακοσμημένος με σταγονοειδές μοτίβο (Εικ. 6).
Η προέλευση αυτών των πολύπλοκων στυλοβατών και κορμών των κιόνων δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί. Προέρχονται σαφώς από ερείπια παλαιότερων μνημειακών οικοδομημάτων· πιθανώς κάποια από αυτά βρίσκονταν στο φόρο του Θεοδοσίου, τη σημερινή πλατεία Βαγιαζήτ (Beyazit Meydani). Οι κίονες με τα δύο κολοσσιαία γοργόνεια θα μπορούσαν να προέρχονται από κάποιο νυμφαίο, ένα είδος μνημειακής ρωμαϊκής κρήνης που απαντάται στην πόλη, ή κι από το μεγάλο νυμφαίο που βρισκόταν στο φόρο του Θεοδοσίου, στην απόληξη του λεγόμενου υδραγωγείου του Ουάλεντος.12 Ο κορμός του κίονα με το σταγονοειδές διακοσμητικό μοτίβο μοιάζει πολύ με τους μνημειακούς κίονες της θριαμβικής αψίδας του 4ου αιώνα από το φόρο του Θεοδοσίου, της οποίας τα εντυπωσιακά ερείπια σώζονται ακόμη στην περιοχή (βλ. Εικ. 7).13 Η φανερή ομοιότητα των κιόνων με το σταγονοειδές διακοσμητικό μοτίβο από τη Βασιλική Κινστέρνα και τη θριαμβική αψίδα του Θεοδοσίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δυσερμήνευτες «σταγόνες» στη Βασιλική Κινστέρνα αποδίδουν ένα σχηματοποιημένο κορμό κυπαρισσιού. Η αψίδα του Θεοδοσίου έχει συνδεθεί με την κλασική εικονογραφία του θριάμβου, στην οποία το ρόπαλο του Ηρακλή υποτίθεται ότι ήταν φτιαγμένο από ξύλο κυπαρισσιού. Τα ίχνη των δακτύλων του Ηρακλή γύρω από το ρόπαλο είναι ακόμη εμφανή στα απομεινάρια της μνημειακής αψίδας του Θεοδοσίου (βλ. Εικ. 8).14 Παραμένει ωστόσο ασαφές κατά πόσο οι κατασκευαστές σκόπιμα χρησιμοποίησαν έναν κίονα, που έμοιαζε με ξύλο κυπαρισσιού και συνδεόταν στη φαντασία με τον πανίσχυρο Ηρακλή, για τη στήριξη του κεντρικού τμήματος του εντυπωσιακού οικοδομήματος της Βασιλικής Κινστέρνας.

1. Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 15-18· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 283-285· Forchheimer, P. – Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 54-55.
2. Προκόπιος, Περί κτισμάτων I. xi. 10-15, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4: De aedificiis libri VI (Leipzig 1964).
3. Προκόπιος, Περί κτισμάτων I. xi. 10-15, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4: De aedificiis libri VI (Leipzig 1964).
4. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 283-285.
5. Pierre Gilles, The Antiquities of Constantinople2, μτφρ. J. Ball (New York 1988).
6. Pierre Gilles, The Antiquities of Constantinople2, μτφρ. J. Ball (New York 1988), σελ. 111-112.
7. Pierre Gilles, The Antiquities of Constantinople2, μτφρ. J. Ball (New York 1988), σελ. 111-112.
8. Yerasimos, S., Constantinople. Istanbul’s Historical Heritage (Richmond, VA 2007), σελ. 59-60.
9. Οι 60 από τους 336 κίονες στη νοτιοδυτική γωνία εντοιχίστηκαν κατά το 19ο αιώνα. Forchheimer, P. – Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 54-55.
10. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 226.
11. Freely, J., John Freely’s Istanbul (London 2005), σελ. 70-71.
12. Notitia urbis Constantinopolitanae, Seeck, O. (επιμ.), Notitia Dignitatum (1875, ανατ. Frankfurt 1962), σελ. 245. Επιπλέον, ο Παπίας γράφει για οκτώ γοργόνεια (κεφαλές Μέδουσας) που είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη από το ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο. Τέσσερα από αυτά βρίσκονταν στο φόρο του Ταύρου (φόρο του Θεοδοσίου) και τα άλλα τέσσερα κοσμούσαν σε μεταγενέστερη περίοδο τη Χαλκή Πύλη, μνημεία που βρίσκονταν και τα δύο κοντά στη Βασιλική Κινστέρνα. Βλ. Cameron, A. – Herrin, J. (επιμ.), Constantinople in the early eighth century: the Parastaseis syntomoi chronikai (Leiden 1984), 44a, 78. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Ιουστινιανός μετέφερε γοργόνεια από την Έφεσο τον 6ο αιώνα, αν και στις πηγές εμφανίζονται να έχουν κατασκευαστεί μάλλον από ορείχαλκο. Για περισσότερα στοιχεία, βλ. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 186, με παραπομπές στις κειμενικές πηγές. Ωστόσο, η χρονολόγηση των προαναφερθέντων γοργονείων, ο αριθμός τους και η θέση τους στην Κωνσταντινούπολη δεν έχουν προσδιοριστεί.
13. Αναστηλωμένη ως θριαμβική αψίδα με τρία ανοίγματα, στηριζόμενη σε τέσσερις συστάδες στύλων, η αψίδα του Θεοδοσίου Α΄ (περ. 390) είναι η μοναδική σωζόμενη ελεύθερη αψίδα στην Κωνσταντινούπολη. Kazhdan, A. (επιμ.), Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 152, βλ. λ. “Arch, monumental” (M. Johnson – W. Loerke)· Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 70· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 258-265, εικ. 295-298.
14. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 70.