Σκόνη
Λυπᾶμαι
τίς νοικοκυρές
ἔτσι πού ἀγωνίζονται κάθε πρωί νά διώχνουν ἀπ' τό σπίτι τους τή σκόνη, σκόνη, ὕστατη σάρκα τοῦ ἄσαρκου. |
|
5
|
Σκοῦπες
σκουπάκια
ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν θόρυβοι καί τρόποι ἀκροβάτες,1 μαστίγιο πέφτουν οἱ κινήσεις |
10
|
|
15
|
σάν κάτι
νά τά σφάζει ἀπό μέσα,
σπασμένα σώματα μισά πού τά πριόνισε τό σκύψιμο. Ἄλλο ἕνα σπάσιμο τοῦ Ὁλόκληρου.2 Ὅλο σπάζει αὐτό, |
20
|
πρίν κάν
ὑπάρξει σπάζει
καί σάν νά εἶναι γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό, γιά νά μήν εἶναι. Ὁλόκληρη ζωή σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Ἀπό ποῦ ὥς ποῦ ὁλόκληρη |
25
|
μ' ἕνα σπασμένο πάντα μέτρο πού
κρατᾶτε
καί μετρᾶμε; Ἀξιολύπητη λέξη τό Ὁλόκληρο. Σωματώδης ἀλλοπαρμένη περιφέρεται. Γι' αὐτό τή φωνάζουν τρελή τά μπατίρια μεγέθη. |
30
|
Τινάγματα
τινάγματα
νά φύγει ἡ σκόνη ἀπ' τίς ρηχές νά φύγει κι ἀπό τίς βαθιές φωλιές τοῦ ὕπνου, σεντόνια καί σκεπάσματα. Κι ἐκεῖνες οἱ φορές |
35
|
ὅπου
πετάγεται τό σῶμα τρομαγμένο
νύχτα κι οὐρλιάζει Θέ μου μικραίνω, θά τιναχθοῦν κι αὐτές σάν σκόνη, σκόνη ἡ ἐλάττωση κι ὁ τρόμος καί πῶς δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα |
40
|
τοῦ μέσα
βίου ἔξω.
Πρησμένα μαξιλάρια τοῦ ὕπνου φριχτά γρονθοκοπιοῦνται καί φοβᾶμαι τρέμω μή γίνουνε ζημιές: εἶν' οἱ κρυστάλλινες διαθῆκες τῶν ὀνείρων ἐκεῖ μέσα. |
45
|
Ὅλα τά
ὄνειρα ὄνειρο τά κληρονομεῖ
καί ἄνθρωπος κανένα.3 Τρέμω, τέτοια παγκόσμια ἀποκλήρωση δέν τό ἀντέχω νά τινάζεται σάν σκόνη. Χτυπήματα χαλιῶν |
50
|
νά βγεῖ ἡ
σκόνη ἀπ' τῶν σχεδίων τίς φωλιές,
νά γκρεμιστεῖ ἀπ' τά γεφύρια τῶν χρωμάτων. Κι ὁ γρήγορος βηματισμός ὁ τρελαμένος πέρα δῶθε μές στό σπίτι μές στή ρηχή ἐμπιστοσύνη τῶν χαλιῶν |
55
|
νά μήν
ἀκοῦν οἱ ἀποκάτω τί βαδίζει4
νά μήν ἀκοῦνε τί δέν συμβαδίζει, θά τιναχθεῖ κι αὐτός σάν σκόνη καί πῶς δέν τά ἀντέχω τά τινάγματα τοῦ μέσα βίου ἔξω. |
60
|
Λυπᾶμαι
τίς νοικοκυρές
τόν ἄγονό τους κόπο. Δέν φεύγει ἡ σκόνη, δέν στερεύει. Κάθε πού πάει ὁ καιρός καιρό νά συναντήσει καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται. |
65
|
Οἱ
προφυλάξεις ἀπ' αὐτήν —τό Καθαρό
καί ἡ Σταθερότης —μέσα ἐπιστροφῆς της. Τή φέρνουν πρῶτες καί καλύτερες. Δέν ἔχω δεῖ πιό σκονισμένες ἐπιφάνειες ἀπό δαῦτες. Ὥς καί τό Φῶς τό πεντακάθαρο |
70
|
χαρούμενη
μεταφορά τῆς σκόνης:
εἶν' ἕνα θαῦμα νά τή βλέπεις πῶς προχωρεῖ ἀκίνητη πάνω σ' ἀκτίνα ἥλιου, σά νά πατάει σέ σκάλα κυλιόμενη ἀπ' αὐτές τίς μοντέρνες, τίς ὑπνωτισμένες, |
75
|
μέ τά
εὐνουχισμένα σκαλοπάτια.
Μεταφέρεται ὁρατή σάν ἀέρας χοντρά ἀλεσμένος νά ξαναμπεῖ ἀπ' τ' ἀνοιχτά παράθυρα τούς ἀνοιχτούς της νόμους. |
80
|
Ἡ ὕπαρξή
μας σπίτι της καί μέλλον της.
Ἀνοικοκύρευτη ἐγώ, τήν ἀφήνω νά κάθεται. Μελετηρή στή ράχη ἑνός βιβλίου πού μιλάει γιά τό Γῆρας. Στή φρόνιμη φωτογραφία τῶν παιδιῶν μου |
85
|
ὅταν αὐτά
μέ φόραγαν
λευκή κολλαριστή ὁλοστρόγγυλη Μητέρα χαλαρά ἀπό μέσα ραμμένη μέ κρυφές ἀραιές βελονιές στή σχολική ποδιά τους. |
90
|
Τώρα
ντυθήκανε Μεγάλα τά παιδιά μου,
φοράει ἡ σκόνη τώρα τήν ποδιά τους τόν στρογγυλό γιακά, μέ φοράει Μητέρα ἡ σκόνη —ἔτσι πρέπει νά ράβονται |
95
|
οἱ σχέσεις
κι οἱ ἐξαρτήσεις,
μέ ἀραιές χαλαρές βελονιές, γιά νά μποροῦν νά ξηλώνονται εὔκολα. Ποτέ δέν ξεσκονίζω τόν ὀρειχάλκινο ἀθλητή |
100
|
πού
διακοσμεῖ μεγάλο ὀρειχάλκινο ρολόγι.
Τόσο μυώδη τά μέλη του πού μοιάζουν θυμωμένα. Ἴσως γιατί τόν ἀναγκάζουν νά γυμνάζει κάτι πολύ ἀόρατο, |
105
|
μπορεῖ τό
χρόνο νά γυμνάζει,
μπορεῖ νά θέλει ὁ χρόνος νά μπορεῖ πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ' ὅσο τρέχει.5 Ἐπίδοση πού χαροποιεῖ τή σκόνη. Κάθεται στόν καθρέφτη μου, |
110
|
δικός της,
τῆς τόν χάρισα.
Χέρσο πράμα, τί νά τό 'κανα;6 Ἔπαψα νά καλλιεργῶ τά πρόσωπά μου ἐκεῖ μέσα, δέν ἔχω ὄρεξη νά ὀργώνω ἀλλαγές καί νά διπλασιάζομαι ἀλλιώτικη. |
115
|
Τήν ἀφήνω
νά κάθεται
τήν ἀφήνω νά ἔρχεται μέ τό τσουβάλι νά ἔρχεται τήν ἀφήνω νά χύνεται ἀπάνω μου σάν ἀλεσμένη διήγηση μεγάλης ἱστορίας, |
120
|
τήν ἀφήνω
νά ἔρχεται γρήγορα γρήγορη
σάν χρόνος πού γυμνάστηκε πιό γρήγορα νά τρέχει ἀπ' ὅσο τρέχει καί κάθεται βαριά μπατάλα7 σκόνη, τήν ἀφήνω νά κάθεται, χρονίζει, |
125
|
μπατάλα μέ
σκεπάζει, τήν ἀφήνω
νά μέ σκεπάζει τήν ἀφήνω
μέ
σκεπάζει
νά μέ
ξεχνᾶς8 τήν ἀφήνω
νά μέ ξεχνᾶς ἀφήνω |
130
|
μέ ξεχνᾶς
νά μέ ξεχνᾶς σέ ἀφήνω
γιατί δέν
τά ἀντέχω τά τινάγματα
τοῦ μέσα βίου ἔξω. |
(Τό
τελευταῖο σῶμα μου, 1981)
|