} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

23.3.16

Σκώπτω - Μια λέξη εξομολογείται

Σκώπτω

Σκώπτω= κοροϊδεύω, πειράζω  λέγοντας αστεϊσμούς. προκαλώ γέλια εις βάρος κάποιου προβάλλοντας τα αρνητικά χαρακτηριστικά του, ειρωνεύομαι με καυστικό τρόπο, μιλώ για κάποιον με δηκτικό τρόπο.
Συνώνυμα:  περιπαίζω, περιγελώ, σαρκάζω.