Όχι- μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,
Σαν τον υπόνομο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
Γύρω στη γη τα’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω
Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.”