Μόρια
|
Οι
κυριότερες σημασίες
|
Παραδείγματα
|
αμφι-
|
· γύρω
· από τις δύο μεριές
· αμφιβολία
|
αμφικίονας
αμφίρροπος
αμφιβάλλω
|
αρχι-
|
· Αυτός που έχει στο
μεγαλύτερο
βαθμό ό,τι δηλώνει
το
β΄ συνθετικό της λέξης
· Ο επικεφαλής
|
αρχιψεύταρος
αρχιφύλακας
|
διχο-
|
· διαίρεση σε δύο μέρη
|
διχόνοια
|
δυσ-
|
· δυσκολία
· κακότητα, ασχημία
|
δυσεπίλυτος
δύστροπος
|
δια – δι-
|
· κίνηση δια μέσου
· κίνηση προς κάθε κατεύθυνση
· διαφορά /διαφωνία
· μοιρασιά
|
διαρρέω
διαλαλώ
διασκορπίζω
διαφοροποιούμαι
διαμοιράζω
|
εις-
|
· κίνηση από έξω προς τα μέσα
|
εισχωρώ /εισπνέω
|
εκ/ εξ-
|
· κίνηση από μέσα προς τα έξω
· απομάκρυνση
· αφαίρεση
|
εξάγω/εκπέμπω
εκπρόθεσμος
εξαέρωση
εξαϋλώνω
|
ημι-
|
· το μισό από ό,τι δηλώνει το β΄ συνθετικό
· φανερώνει ότι η σύνθετη λέξη έχει σε μικρό βαθμό την
ιδιότητα του β΄ συνθετικού της λέξης
|
ημιτόνιο
ημιμαθής
|
εν- (εμ-
εγ- ελ- )
|
· τόπο (μέσα/ανάμεσα/ πάνω σε κάτι)
· επίταση/ έμφαση της έννοιας του β΄ συνθετικού
|
ενυπάρχω
εναποθέτω
εμπίπτω
εγκοπή
ελλιπής
|
επί- (εφ-
επ-)
|
· επάνω
· εξωτερικό μέρος
· ανώτερη επαγγελματική θέση
· χρόνος
|
επάργυρος
εφάπτομαι
επίδεσμος
επιδερμίδα
επιθεωρητής
εφημερίδα
|
περί-
|
· γύρω- γύρω/ κυκλική κίνηση
· ενέργεια εις βάρος κάποιου
|
περίμετρος
περικοπή, περιπαίζω
|
συν-
|
· μαζί/ συμμετοχή
· συγκέντρωση
· ομοιότητα
· επίταση της έννοιας του β΄ συνθετικού
|
συνένοχος
σύνοδος/σύναξη
συνώνυμα
συγκίνηση
|