Υπάρχουν τουλάχιστον 7.102 γνωστές γλώσσες ζωντανές στον κόσμο σήμερα. Είκοσι τρεις από τις γλώσσες αυτές είναι η μητρική γλώσσα 50 περίπου εκατομμυρίων ατόμων. Η Ελληνική ανήκει στις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες στον κόσμο.
2 ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ
1. Έχουν μέλλον οι γλώσσες μας; Γιώργος Μπαμπινιώτης
Ο Άγγλος γλωσσολόγος David Crystal, συγγραφέας (μεταξύ πολλών
άλλων) τού “English as a global language” (Cambridge 1997), μιλώντας
στην εφημερίδα Guardian είπε: «Ίσως μια μέρα η Αγγλική να είναι η μόνη
γλώσσα που θα έχει μείνει να μάθει κανείς. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα
είναι η μεγαλύτερη πνευματική καταστροφή που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης
μας». Ο Crystal αναφερόμενος στον θάνατο των γλωσσών (D. Crystal:
Language Death, Cambridge 2000) είπε την επίμαχη φράση για να δείξει ότι
η κυριαρχία και επικράτηση στην επικοινωνία των ανθρώπων μίας και μόνο
γλώσσας, οποιασδήποτε, αποτελεί πολιτισμική, ιστορική, αξιακή,
πνευματική καταστροφή, προϋποθέτοντας τον θάνατο όλων των άλλων
γλωσσών.
Είναι από καιρό γνωστό στους ειδικούς (γλωσσολόγους,
ανθρωπολόγους, περιβαλλοντολόγους, ιστορικούς, μελετητές τού πολιτισμού
κ.ά.) ότι από τις 140.000 περίπου γλώσσες, που υπολογίζεται (M. Krauss:
The world’s language in crisis, 1998) ότι μιλήθηκαν στον κόσμο, σήμερα
σώζονται εν χρήσει περίπου 6.000. Απ’ αυτές 3.000 γλώσσες βρίσκονται
καθ’ οδόν προς εξαφάνιση (με ρυθμό 1 περίπου γλώσσα κάθε εβδομάδα!),
έτσι που στο τέλος τού 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι θα έχουν μείνει
συγκριτικά ασφαλείς μόνο περί τις 600 γλώσσες. Τα στοιχεία είναι
ανησυχητικά και οι προβλέψεις αληθινά δυσοίωνες. Τι μπορεί να γίνει; Τι
μπορεί να σώσει τις απειλούμενες, κινδυνεύουσες με εξαφάνιση γλώσσες και
τι μπορεί να βοηθήσει έναν άλλο μεγάλο αριθμό γλωσσών, συρρικνούμενων ή
υποχωρουσών ή αποδυναμούμενων ή και κακοποιούμενων, που και στην
περίπτωσή τους υποσκάπτεται έμμεσα και μακροπρόθεσμα η ίδια η επιβίωσή
τους; Το θέμα συζητήθηκε στις θαυμάσιες εκδηλώσεις τού «Μεγάρου – συν»
(Megaron plus) στην εναρκτήρια εκδήλωση–συζήτηση μεταξύ τού πρώτου
ονόματος σήμερα στη γαλλική γλωσσολογία, τού καθηγητή Claude Hagége και
τού γράφοντος τις γραμμές αυτές. Θα αναφερθώ εφεξής στις προσωπικές μου
απόψεις για το θέμα.
Ας μπούμε, λοιπόν, κατευθείαν στην καρδιά τού θέματος: Έχουν
μέλλον οι γλώσσες μας; Απαντώ: Ναι, υπό προϋποθέσεις. α) Με την
προϋπόθεση ότι θα υπάρξει οργανωμένη–συντονισμένη ευαισθητοποίηση των
πολιτών σε όσο γίνεται περισσότερες χώρες και ότι θα συνοδευθεί από
έμπρακτη υποστήριξη, θεσμικού–υποχρεωτικού τύπου, η υιοθέτηση και
προώθηση τής γλωσσικής πολυμορφίας, τής εκμάθησης και τής χρήσης
περισσοτέρων γλωσσών πέρα από τη μητρική. β) Ότι θα υπάρξει αγώνας να
συνειδητοποιηθεί το πρόβλημα τής εξαφάνισης, ο «θάνατος των γλωσσών» που
επέρχεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. γ) Ότι θα υπάρξει έμπρακτη
καλλιέργεια τής γλωσσικής πολυμορφίας (τής πολυγλωσσίας) στην Εκπαίδευση
και στην Επικοινωνία. Να μπορεί να μαθαίνει ο μαθητής στο σχολείο
περισσότερες γλώσσες με δική του επιλογή (έστω και «μικρότερες»,
λιγότερο γνωστές γλώσσες, π.χ. την Πορτογαλική, ή και μεγαλύτερες, την
Ισπανική, τη Γαλλική, τη Γερμανική). Να καθιερωθεί δε η δυνατότητα
χρήσης περισσοτέρων γλωσσών σε μορφές επικοινωνίας όπως τα όργανα τής
Ε.Ε., τα Συνέδρια, οι ομιλίες κ.λπ., με τη διευκόλυνση τής
διερμηνείας/μετάφρασης. δ) Να δοθεί έμφαση στην κατάρτιση και αξιοποίηση
διερμηνέων και μεταφραστών σε ποικίλες γλώσσες. Γιατί η μετάφραση είναι
η άμυνα των ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών απέναντι στην κυριαρχία τής
μίας γλώσσας, αλλά συγχρόνως και πηγή εμπλουτισμού κάθε γλώσσας με νέες
λέξεις. ε) Να εξασφαλισθεί η καλύτερη δυνατή γνώση και χρήση τής
μητρικής γλώσσας, γιατί αυτό θα βοηθήσει να παραμείνει κανείς
αμετακίνητος στη γλώσσα του με αίσθημα ασφαλείας και αυτοεκτίμησης. Και
μη ξεχνάμε: το κάστρο μιας γλώσσας πέφτει από μέσα. Αλώνεται εσωτερικά,
με την παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση τής γνώσης τής μητρικής
γλώσσας.Όσο καλύτερα έχουμε κατακτήσει τη μητρική μας γλώσσα, τόσο μεγαλύτερες
είναι οι αντοχές μας στην επίδραση και κυριαρχία μιας άλλης γλώσσας. Οι
δε μικρές γλώσσες, όπως η δική μας, χρειάζονται μεγάλες αντοχές.
Το αν έχουν μέλλον ή όχι οι γλώσσες μας, με τη γενική έννοια
που δώσαμε πιο πάνω, εξαρτάται από την εγρήγορση ή τον εφησυχασμό τον
δικό μας, αν είμαστε δηλαδή διατεθειμένοι ή όχι να αναλάβουμε έναν αγώνα
ενημέρωσης τής Κοινής Γνώμης και να πείσουμε για την ανάγκη να
διαφυλαχθούν οι γλώσσες που κινδυνεύουν. Σημείο εκκίνησης πρέπει να
είναι πάντα η ουσία και οι πραγματικές διαστάσεις τής γλώσσας, κάθε
ανθρώπινης γλώσσας. Η ουσία, λοιπόν, είναι ότι η γλώσσα είναι ο τρόπος
που βλέπει, οργανώνει, ταξινομεί και εκφράζει τον κόσμο μας κάθε λαός.
ʼρα, η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο («εργαλειακή αντίληψη»), αλλά
ένα σημαντικό οντολογικό γεγονός: γεγονός ιστορικό, πολιτισμικό, αξιακό,
οικολογικό, είναι όρος ταυτότητας (εθνικής και ατομικής) και ποιότητας
σκέψεως. Ο γλωσσικός μονισμός μιας εργαλειακής αντίληψης υποβαθμίζει
τραγικά τη σημασία τής γλώσσας. Στην κινητοποίηση για εξασφάλιση ενός
μέλλοντος στις γλώσσες πρέπει να ορθώνεται ένα αδιαπραγμάτευτο όχι στον
γλωσσικό ηγεμονισμό, στην παγκοσμιοποίηση μιας οποιασδήποτε γλώσσας ως
κοινού μέσου επικοινωνίας, όπως πάει να συμβεί με την Αγγλική. Η
εναλλακτική – σωτήρια για τις γλώσσες– πρόταση είναι η εδραίωση στη
συνείδηση όλων τής γλωσσικής πολυμορφίας, τής εκμάθησης και χρήσης
περισσοτέρων γλωσσών. Όσοι αντιλαμβάνονται τη γλωσσική πολυμορφία όχι ως
«ευλογία» αλλά αρνητικά σαν «Βαβέλ»(που στην Εβραϊκή σημαίνει «σύγχυση
γλωσσών»), στον βωμό τού πρακτικισμού και τής εργαλειακής αντίληψης τής
γλώσσας αποκηρύσσουν τον πλούτο και το ιστορικό – πολιτισμικό – αξιακό
γεγονός τής διαφορετικότητας στη γλώσσα, υιοθετώντας την αρχή ενός
«γλωσσικού επεκτατισμού» και παραγνωρίζοντας την άμεση οικολογική
διάσταση τής γλώσσας στο τρίπτυχο: γλώσσα – πολιτισμός – περιβάλλον. Ο
«γλωσσικός επεκτατισμός» οφείλεται σε μια στρεβλωτική για τα
πνευματικά–αξιακά γεγονότα αντίληψη περί ομοιογενοποίησης τής γλώσσας,
που οδηγεί στη στυγνή προσπάθεια αφομοίωσης τής ασθενούς από την
ισχυρότερη γλώσσα και σε μια «ύβριν» προς την καθιερωμένη φυσική
ποικιλία των γλωσσών. Η αντίληψη αυτή στοιχεί προς μια αγοραία σύλληψη
τής γλώσσας, που θεωρεί κυρίαρχο παράγοντα «την αγορά των γλωσσών» (ποια
«πουλάει» περισσότερο), χωρίς να αντιλαμβάνεται σε ποια ιστορική –
αξιακή παραβίαση και σε ποια ισοπέδωση οδηγεί αυτή η άποψη. Γενικά σ’
έναν τέτοιο αγώνα αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι να μη
γίνουμε συνένοχοι στη γλωσσοκτονία που πάει να επιβληθεί είτε μέσω τής
μονοκρατορίας μίας γλώσσας, είτε με την ανοχή –και συν-ενοχή μας– όταν
στέκουμε απαθείς παρατηρητές στην καταπάτηση των γλωσσικών δικαιωμάτων
μικρότερων ομάδων, που έτσι σύρονται αναπόδραστα στη μονογλωσσία τής
κυρίαρχης γλώσσας («επίσημης» – «κοινής» – «γλώσσας εμπορικών
συναλλαγών» – γλώσσας κύρους κ.τ.ό.). Τέτοια φαινόμενα πρέπει να
αποτραπούν και τη θέση τής αθέλητης έστω γλωσσοκτονίας πρέπει να πάρουν η
καταγραφή, μελέτη, περιγραφή και διάσωση των απειλουμένων γλωσσών ή των
ασθενέστερων ή των συρρικνουμένων κ.λπ., γενικά των καταπιεζομένων
γλωσσών.
Ίσως σκεφθεί κανείς ότι το όλο ζήτημα είναι απλώς θεωρητικό
πρόβλημα των διανοουμένων, των γλωσσολόγων και των οιονεί οικολόγων τής
γλώσσας, ωστόσο εύκολα θα αντιληφθεί ότι είναι πρόβλημα που –στις
διάφορες εκφάνσεις του– μάς αφορά όλους. Γιατί δεν είναι μόνο οι
εξασφανισθείσες γλώσσες (Χεττιτική, Αρχ. Αιγυπτιακή, ινδιάνικες
Αμερικής, αυστραλιανές, αφρικάνικες κ.λπ.) ούτε μόνο οι χαρακτηριζόμενες
ως «νεκρές» (Αρχ. Ελληνική και Λατινική) που επιβιώνουν μέσα από τη
συνέχειά τους (Ν. Ελληνική, Ιταλική) ή τις εξελιγμένες μορφές (Γαλλική,
Ρουμανική, Ισπανική, Πορτογαλική κ.ά από τη Λατινική). Είναι κυρίως
μερικές χιλιάδες απειλούμενες γλώσσες σ’ όλον τον κόσμο λόγω μείωσης των
ομιλητών και γλώσσες συνεχώς συρρικνούμενες από τον περιορισμό έως την
αποθάρρυνση από τη χρήση τους (όπως είναι τα δικά μας Τσιγγάνικα,
Βλάχικα, Αρβανίτικα ή τα Πομάκικα). Με την κυριαρχία τής Αγγλικής στην
Ε.Ε., ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες, όπως η Ελληνική, Δανική,
Φινλανδική, Νορβηγική, Πορτογαλική κ.ά, πέρασαν στις υποχωρούσες
επικοινωνιακά γλώσσες, ενώ και περισσότερο ομιλούμενες γλώσσες
(Γερμανική, Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική) έναντι τής κυριαρχίας τής
Αγγλικής είναι στην πράξη γλώσσες επικοινωνιακά αποδυναμούμενες. Τέλος,
σταδιακό, έστω και μακροπρόθεσμο, κίνδυνο διατρέχουν οι κακοποιούμενες
γλώσσες, γλώσσες δηλαδή που οι φυσικοί ομιλητές τους εμφανίζουν έντονο
λειτουργικό αναλφαβητισμό (δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα ένα
απαιτητικό κείμενο, δεν μπορούν να γράψουν, να αναγνώσουν κείμενα κ.λπ.)
και που η χρήση τους στην επικοινωνία είναι αισθητά υποβαθμισμένη (σε
λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο), εμφανίζοντας αδικαιολόγητα υψηλό
αριθμό δανείων από την Αγγλική. Τέτοια γλώσσα είναι, μεταξύ άλλων, η
Ελληνική. Επομένως, υπό διάφορες μορφές και σε διαφορετική έκταση,
προβλήματα εξαφάνισης ή συρρίκνωσης, υποχώρησης, αποδυνάμωσης και
κακοποίησης εμφανίζουν σχεδόν όλες οι φυσικές γλώσσες. Και ναι μεν
ισχύει η αρχή ότι μια γλώσσα εκλείπει κυρίως όταν εξαφανισθούν πλήρως οι
φυσικοί ομιλητές της αλλά και η διαδικασία τής απώλειας (ολικής,
μερικής, διαφόρων τύπων και μορφών και έκτασης) πλήττει σήμερα όλες τις
γλώσσες, πράγμα που επιβάλλει μια σταυροφορία και έναν αγώνα για την
επιβίωσή τους.
Η Ενωμένη Ευρώπη, πιο «μαζεμένος» και πιο ενιαίος παγκόσμιος
οργανισμός συνένωσης και συνεργασίας λαών, μπορεί να αποτελέσει από τη
φύση της ένα «πιλοτικό» αλλά ουσιαστικό παράδειγμα υιοθέτησης τής αρχής
τής γλωσσικής πολυμορφίας. Ο σεβασμός τής χρήσης και των 20 γλωσσών τής
Ε.Ε. (και η δυνατότητα εκμάθησης μιας ή περισσότερων απ’ αυτές στα
σχολεία τής Ε.Ε.), γλώσσες που όλες τους διαθέτουν –περισσότερο ή
λιγότερο– μια ιστορική παρουσία και μια πολιτισμική διάσταση, θα
αποτελούσε το καλύτερο, λειτουργικά επεξεργασμένο και ελέγξιμο,
παράδειγμα διατήρησης και ανάπτυξης τής γλωσσικής πολυμορφίας. Η
οικονομικίστικη αντίληψη για το υπερβολικό κόστος διερμηνείας και
μετάφρασης όλων των γλωσσών τής Ε.Ε. αποτελεί οικονομική αποτίμηση τής ιστορίας,
τού πολιτισμού, τού αξιακού χαρακτήρα κάθε μεμονωμένης γλώσσας και de
facto αμφισβήτηση τής αρχής τής ισότητας που διέπει θεσμικά τα
κράτη-μέλη τής Ε.Ε. Διότι αν αφαιρέσεις ή υποβαθμίσεις τη γλώσσα αυτού ή
εκείνου τού λαού, αφαιρείς την ταυτότητά του, παρεμβαίνεις στη σκέψη
του, αγνοείς τον πολιτισμό του, ξεχνάς την ιστορία του, υποτιμάς την
αξία του και τον βλέπεις ως «οικονομικό μέγεθος» με βάση τη λογική τής
αγοράς που είναι άλλη λογική από τον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό και το
πνεύμα γενικότερα. Ο γλωσσικό ηγεμονισμός (σήμερα τής Αγγλικής, αύριο
ίσως κάποιας άλλης) οδηγεί σε μια χρησιμοθηρική-πρακτικίστικη αντίληψη
τής ζωής, τής κοινωνίας, τής επικοινωνίας και τής ίδιας τής υπόστασης
των λαών, για να εξοικονομηθούν ορισμένα ποσά από Ευρώ, που συχνά
κατασπαταλώνται σε πολλές άλλες άνευ σημασίας διευθετήσεις. Η μετάφραση
και η διερμηνεία διευκολύνουν τη συνάντηση ατόμων και λαών, ενώ
συγχρόνως διαφυλάσσουν τη γλωσσική και εθνική αξιοπρέπεια των λαών τής
Ενωμένης Ευρώπης. Η γλωσσική πολυμορφία αποτελεί «ευλογία» για τον
πολιτισμό μας˙ δεν είναι «επικοινωνιακή δυσπλασία» που χρειάζεται να
καταπολεμηθεί!
2. «Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά» Ι. Θ. Κακριδής
Γιατί
αλήθεια διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά που θέλουμε να
μορφώσουμε, σε τόσο πολλές ώρες μάλιστα; Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που
μας υποχρεώνουν να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να επικοινωνήσουν όσο
γίνεται περισσότερο με τον αρχαίο κόσμο.
Πρώτα
απ’ όλα, γιατί είμαστε κι εμείς Έλληνες. Από τον καιρό του Ομήρου ως
σήμερα έχουν περάσει κάπου δυο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια. Στους
αιώνες που κύλησαν οι Έλληνες βρεθήκαμε συχνά στο απόγειο της δόξας,
άλλοτε πάλι στα χείλια μιας καταστροφής ανεπανόρθωτης∙ νικήσαμε και
νικηθήκαμε αμέτρητες φορές∙ δοκιμάσαμε επιδρομές και σκλαβιές∙ αλλάξαμε
θρησκεία∙ στους τελευταίους αιώνες η τεχνική επιστήμη μετασχημάτισε βασικά τη μορφή της ζωής μας∙ και όμως
κρατηθήκαμε Έλληνες, με την ίδια γλώσσα‐φυσικά εξελιγμένη‐, με τα ίδια
ιδανικά, τον ίδιο σε πολλά χαραχτήρα και με ένα πλήθος στοιχεία του
πολιτισμού κληρονομημένα από τα προχριστιανικά χρόνια. Στον πνευματικό
τομέα κανένας λαός δεν μπορεί να προκόψει, αν αγνοεί την ιστορία του,
γιατί άγνοια της ιστορίας θα πει άγνοια του ίδιου του ίδιου του εαυτού
του. Είμαι Έλληνας, συνειδητός Έλληνας, αυτό θα πει, έχω αφομοιώσει μέσα
μου την πνευματική ιστορία των Ελλήνων από τα μυκηναϊκά χρόνια ως
σήμερα.
Ο δεύτερος λόγος
που μας επιβάλλει να γνωρίσουμε την αρχαία πνευματική Ελλάδα είναι ότι
είμαστε κι εμείς Ευρωπαίοι. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται
στον αρχαίο Ελληνικό, με συνδετικό κρίκο τον ρωμαϊκό. Με τους άλλους
Ευρωπαίους μας δένει βέβαια και ο Χριστιανισμός, όσο και να μας χωρίζουν
ορισμένα δόγματα. Μα και ο Χριστιανισμός έπρεπε να δουλευτεί πρώτα με
την Ελληνική σκέψη, για να μπορέσει ν’ απλώσει έπειτα στον ευρωπαϊκό
χώρο. Η ρίζα του πολιτισμού των Ευρωπαίων όλων είναι ο αρχαίος ελληνικός
στοχασμός και η τέχνη, γι’ αυτό δεν μπορεί να τα αγνοεί κανείς, αν
θέλει να αισθάνεται πως πνευματικά ανήκει στην Ευρώπη.
Μα ο κυριότερος λόγος
που δεν επιτρέπεται οι νέοι μας ν’ αγνοούν την αρχαίαν Ελλάδα είναι
άλλος: στην Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά του κόσμου ανακαλύφτηκε ο
άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, ο άνθρωπος που θέλει να κρατιέται ελεύθερος
από κάθε λογής σκλαβιά, και υλική και πνευματική. Μέσα στους λαούς που
περιβάλλουν τον ελληνικό χώρο στα παλιά εκείνα χρόνια υπάρχουν πολλοί με
μεγάλο πολιτισμό, πάνω απ’ όλους οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι λαοί
όμως αυτοί ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν τον ελεύθερο άνθρωπο. Το
απολυταρχικό τους σύστημα επιβάλλει στα άτομα να σκύβουν αδιαμαρτύρητα
το κεφάλι μπροστά στο βασιλέα και στους θρησκευτικούς αρχηγούς. Η
ελεύθερη πράξη και η ελεύθερη σκέψη είναι άγνωστα στον εξωελληνικό
κόσμο. Και οι Έλληνες; Πρώτοι αυτοί, σπρωγμένοι από μια δύναμη που
βγαίνει από μέσα τους και μόνο, την δεσποτεία θα την μεταλλάξουν σε
δημοκρατία, και από την άβουλη, ανεύθυνη μάζα του λαού θα πλάσουν μια
κοινωνία από πολίτες ελεύθερους, που καθένας τους να νιώθει τον εαυτό
του υπεύθυνο και για τη δική του και για των άλλων την προκοπή. Ο
στοχασμός είναι κι αυτός ελεύθερος για τα πιο τολμηρά πετάματα του νου
και της φαντασίας. Ο Έλληνας είναι ο πρώτος, που ενώ ξέρει πως δεν
μπορεί ατιμώρητα να ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου και να γίνει θεός,
όμως κατέχεται από μια βαθιά αισιοδοξία για
τις ανθρώπινες ικανότητες και είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, που
τον πιστεύει ικανό να περάσει τις ατέλειές του και να γίνει αυτό που
πρέπει να είναι−ο τέλειος άνθρωπος. Αυτή η πίστη στον τέλειον άνθρωπο,
συνδυασμένη με το βαθύ καλλιτεχνικό αίσθημα που χαρακτηρίζει την
ελληνική φυλή, δίνει στον αρχαίον Έλληνα τον πόθο και την ικανότητα να
πλάσει πλήθος ιδανικές μορφές σε ό,τι καταπιάνεται με το νου, με τη
φαντασία και με το χέρι: στις απέριττες μορφές που σχεδιάζουν οι
τεχνίτες στα αγγεία της καθημερινής χρήσης, στη μεγάλη ζωγραφική, στην
πλαστική του χαλκού και του μαρμάρου, πάνω απ’ όλα στο λόγο τους, και
τον πεζό και τον ποιητικό.
Αυτόν τον
κόσμο θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, για να μορφωθούν∙ για να
καλλιεργήσουν τη σκέψη τους αναλύοντας τη σκέψη των παλιών Ελλήνων∙ για
να καλλιεργήσουν το καλλιτεχνικό τους αίσθημα μελετώντας ό,τι ωραίο
έπλασε το χέρι και η φαντασία των προγόνων τους∙ για να μπορέσουν κι
αυτοί να νιώσουν τον εαυτό τους αισιόδοξο, ελεύθερο και υπεύθυνο για τη
μοίρα του ανθρώπου πάνω στη γη∙ προπαντός για να φουντώσει μέσα τους ο
πόθος για τον τέλειον
άνθρωπο…