} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

15.5.15

"Παρεισφρέω" - Μια λέξη εξομολογείται

                                                    

παρεισφρέω  (όχι παρεισφρύω!= μπαίνω αδικαιολόγητα ή κρυφά ή ανεπίτρεπτα (κακόσημο), υπεισέρχομαι, παρεισδύω,  δες και:    εμφιλοχωρώ 

  •  (αρχαία λ. παρεισφρέω < παρά + εἰσφρέω [εἰς + -φρέω< φέρω])

  • π.χ. «Συχνά στις μαθητικές διαδηλώσεις παρεισφρέουν ύποπτα άτομα με εξωεκπαιδευτικούς σκοπούς» -
Προσοχή:
  •  ο Αόριστος=  παρεισέφρησα
  •  ο Παρακείμενος= έχω παρεισφρήσει