Η Κυρά μου η τρέλα... |
Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπηκειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά, όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά. κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει, κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή. Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη, τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική; Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί; Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί— όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή, κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι, αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί... |
(Γιάννης Σκαρίμπας, Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])