Το διαστημόπλοιο
Αυτό
δεν είναι ένα παραμύθι
για παιδιά,
είναι μια αληθινή ιστορία
από τρελούς.
Στις δεκαοκτώ Αυγούστου
του ’82,
μόλις βγήκα από το νοσοκομείο,
κλείστηκα στην κάμαρη μου,
έβαλα δυο ντουλάπια
κι ένα κομοδίνο
μπρος στην πόρτα,
ύστερα ξάπλωσα στο κρεβάτι,
σαν αστροναύτης.
Έξω από την πόρτα
όλοι μου φώναζαν:
«Βγες! Βγες!»
«Όχι, όχι! Πετάω
με το διαστημόπλοιο,
μη μ’ ενοχλείτε,
εσείς είστε από έναν άλλο κόσμο»
Και περνούσαν οι ώρες…
Κι εγώ διασταύρωνα
αστέρια και γαλαξίες
και παράξενα πουλιά.
Ο καθρέφτης χρησίμευε ως μπουκαπόρτα
και το ταβάνι ως στερέωμα.
Και οι απέξω,
πολύ ανήσυχοι:
«Βγες! Βγες!
Ω, Θεέ μου, αυτός τρελάθηκε!»
Εγώ συνέχιζα να πετώ,
άλλα δυο χιλιάδες έτη φωτός
και θα έφτανα τον ήλιο.
Οι σκιές πάνω στους τοίχους
γίνονταν μετεωρίτες
και ο θόρυβος των αμαξιών
μετατρεπόταν σε βρυχηθμό του κινητήρα
του διαστημόπλοιου.
Και πέρασαν δυο μέρες…
«Βγες! Βγες!
Δεν θα φας εσύ;
Ω, Θεέ μου! Είναι τρελός!
Να γκρεμίσουμε την πόρτα!»
Όμως η πόρτα αντιστεκόταν.
Κι εγώ ψηλά,
ολοένα και πιο ψηλά!
Κι απέξω ένας μεγάλος σαματάς:
«Βγες! Βγες!
Μα τι κάνεις εκεί μέσα;
Άντε, έλα, καλέ μου!
Ω, Θεέ μου, είναι τρελός!»
«Παρατήστε με ήσυχο!
Είμαι στο διαστημόπλοιο.
Δραπετεύω
και τον κόσμο τον βλέπω μακριά
και τους ανθρώπους τόσους δα…»
Πέρασαν τρεις μέρες…
Παραβίασαν την πόρτα,
αναποδογύρισαν τα ντουλάπια
και το κομοδίνο.
Εγώ τους περίμενα κρυμμένος
κάτω από το κρεβάτι:
«Ω, ΘΕΕ ΜΟΥ!
ΚΑΤΕΦΘΑΣΑΝ
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!»
(Φεντερίκο Ταβάν)
Αυτό
δεν είναι ένα παραμύθι
για παιδιά,
είναι μια αληθινή ιστορία
από τρελούς.
Στις δεκαοκτώ Αυγούστου
του ’82,
μόλις βγήκα από το νοσοκομείο,
κλείστηκα στην κάμαρη μου,
έβαλα δυο ντουλάπια
κι ένα κομοδίνο
μπρος στην πόρτα,
ύστερα ξάπλωσα στο κρεβάτι,
σαν αστροναύτης.
Έξω από την πόρτα
όλοι μου φώναζαν:
«Βγες! Βγες!»
«Όχι, όχι! Πετάω
με το διαστημόπλοιο,
μη μ’ ενοχλείτε,
εσείς είστε από έναν άλλο κόσμο»
Και περνούσαν οι ώρες…
Κι εγώ διασταύρωνα
αστέρια και γαλαξίες
και παράξενα πουλιά.
Ο καθρέφτης χρησίμευε ως μπουκαπόρτα
και το ταβάνι ως στερέωμα.
Και οι απέξω,
πολύ ανήσυχοι:
«Βγες! Βγες!
Ω, Θεέ μου, αυτός τρελάθηκε!»
Εγώ συνέχιζα να πετώ,
άλλα δυο χιλιάδες έτη φωτός
και θα έφτανα τον ήλιο.
Οι σκιές πάνω στους τοίχους
γίνονταν μετεωρίτες
και ο θόρυβος των αμαξιών
μετατρεπόταν σε βρυχηθμό του κινητήρα
του διαστημόπλοιου.
Και πέρασαν δυο μέρες…
«Βγες! Βγες!
Δεν θα φας εσύ;
Ω, Θεέ μου! Είναι τρελός!
Να γκρεμίσουμε την πόρτα!»
Όμως η πόρτα αντιστεκόταν.
Κι εγώ ψηλά,
ολοένα και πιο ψηλά!
Κι απέξω ένας μεγάλος σαματάς:
«Βγες! Βγες!
Μα τι κάνεις εκεί μέσα;
Άντε, έλα, καλέ μου!
Ω, Θεέ μου, είναι τρελός!»
«Παρατήστε με ήσυχο!
Είμαι στο διαστημόπλοιο.
Δραπετεύω
και τον κόσμο τον βλέπω μακριά
και τους ανθρώπους τόσους δα…»
Πέρασαν τρεις μέρες…
Παραβίασαν την πόρτα,
αναποδογύρισαν τα ντουλάπια
και το κομοδίνο.
Εγώ τους περίμενα κρυμμένος
κάτω από το κρεβάτι:
«Ω, ΘΕΕ ΜΟΥ!
ΚΑΤΕΦΘΑΣΑΝ
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!»
(Φεντερίκο Ταβάν)